Wednesday, June 18, 2008




ηταν ενας ανθρωπος μονος..μονος και θλιμμενος -οπως οι περισσοτεροι- ζουσε σε εναν μαυρο πλανητη..μαυρο..μπορει και κοκκινο..ισως..ισως και πρασινο..ναι πρασινο! ηταν ενας ανθρωπος μονος που ζουσε σε εναν πραασινο πλανητη..δουλεια του ηταν να αναβοσβηνει τα αστερια..καθε μερα τα εσβηνε καθε νυχτα τα αναβε..ηταν ενας ανθρωπος μονος που καθε μερα κοιτουσε τους κομητες να χανονται.. συντροφια του ειχε μοναχα το φεγγαρι..τον ανθρωπο στο φεγγαρι που τραγουδουσε στις κοιλαδες του φεγγαριου..τις νυχτες προσεχε τα αστερια τους γλυκοψιθυριζε τα μαγευε για να φεγγουν πιο γλυκα..ηταν ενας ανθρωπος μονος με μονη συντροφια τα τραγουδια του φεγγαρανθρωπου..καποτε θυμαται αγαπησε μια μαγισσα..καποτε θυμαται αγαπησε τη μαυρη μαγισσα της θλιψης..



και ενα βραδυ ενα γλυκο κατακοκκινο βραδυ αναμεσα σε πετρες που χορευανε και ανθρωπους χωρις προσωπο της ορκιστηκε πως θα την προσεχει παντα..και η μαγισσα τον γητεψε ενα βραδυ που κοιμοταν εντυσε το προσωπο του με μια κοκκινη μασκα και η ματια του αλλαξε..ηταν ενας ανθρωπος μονος που νομιζε πως το θαυμα εγινε στην καρδια του..μα αυτην η μαγισσα δεν την εφτανε..τα μαγια της δεν ηταν αρκετα..περασαν μαζι χιλια χρονια και αλλα τοσα..αλλωστε τα λεπτα για αυτους παντα μετρουσαν αλλιως..χιλια χρονια ζησαν μαζι και εκατονταδες αιωνες..καθε μερα ηταν μια γιορτη..στα χρυσα ντυμενη σαν τον ηλιο το καταμεσημερο..ηταν ενας ανθρωπος μονος που ζουσε σε εναν πλανητη μαλλον πρασινο καποτε νομιζε οτι κρατουσε ολο τον κοσμο στα χερια του..καποτε νομιζε οτι ζουσε σε εναν κατακοκκινο κοσμο μα ηταν ευθραυστος και δεν τον προσεξε και αυτος σαν φυσαλιδα εσπασε σε χιλια μικρα κομματακια και σε αλλα τοσα σαν την ματια του..σαν την καρδια του..μια νυχτα με χιλια φεγγαρια να λαμπουν πανω απο τα κεφαλια τους η μαυρη μαγισσα του εδειξε τις νεραιδες η χαρα τους η λεπτοτητα τους τα αδεια ματια τους κατι εκλεψαν απο την ψυχη του..κλεψαν την μνημη του..γητιες μοιραζε η νυχτα και ληθη ανεβηκαν σε εναν κομητη και σε μια στιγμη χαθηκαν..σε μια στιγμη σε μια τοση δα μικρη στιγμουλα..φτασαν σε εναν μαυρο πλανητη..μπορει και κοκκινο..φτασαν σε εναν πρασινο πλανητη..δεν μπορουσε να δει..δεν ειχε πια ματια..τα μαγια της μαγισσας του χαθηκαν μαζι με εκεινη οταν την αφησε για να προλαβει τον κομητη..αδειασαν τα ματια του..ενιωθε στα ποδια του σταχτη..πρεπει να ηταν η καμενη του καρδια..τοτε τι ποναγε ακομα μεσα του?ηταν ενας ανθρωπος μονος..μονος και θλιμμενος χωρις ματια χωρις αγκαλια μονο με εναν πονο στην θεση της καρδιας..ζουσε σε εναν πλανητη πρασινο και καθε μερα εσβηνε τα αστερια..καποτε ειχε μια αγαπη..τωρα ειχε συντροφια τα τραγουδια του φεγγαρανθρωπου..καθε μερα στον υπνο του νομιζε οτι ακουγε το τραγουδι της μαγισσας του..ξυπνουσε με ανυπομονησια να την αντικρισει και εβλεπε μοναχα σκοταδι..το κυμα της θαλασσας του εφερνε την θλιψη της και τα κοχυλια αναπαρηγαγαν συνεχεια το βουβο της κλαμα..τα χερια του σβηστα κρεμονται πανω στο αδειο του κορμι..ενας ανθρωπος ετσι μονος με ματια αδειανα μαγεμενος μια νυχτα απο τις νεραιδες..το φεγγαρι του τραγουδαει να του απαλυνει τον πονο..μα το κλαμα του βουβο σκεπαζει με την ησυχια του καθε νοτα του..το τραγουδι του πνιγεται στο κυμα της θλιψης του..κλεινει τα ματια και αντικριζει παλι την μαγισσα του..κλεινει τα ματια να θυμηθει τον κοσμο πισω απο την κοκκινη μασκα του..ενας ανθρωπος μονος..αδειος..σε εναν αδειο πλανητη..χωρις την μαγισσα του..ενας ανθρωπος θλιμμενος..να αναβει και να σβηνει τα αστερια..χωρις σταματημο..και καθε νυχτα να σιγομουρμουριζει σαν προσευχη:

Ι
Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,μόνος,στόν Παράδεισο
Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.

ΙΙ.
Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν Εάν είναι αλήθεια Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουζαν γλυκά Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά Τά "πίστεψέ με" και τα "μή" Μιά στόν αέρα μιά στή μουσική Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω απότούς καταρράχτες Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό Στόν τοίχο μέ τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.
ΙΙΙ.
Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμεΑ κουστά σ’έχουν τά κύματα Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ" Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό Εξαργυρώνει:Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποιΕπειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένοΔέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.
ΙV.
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ’ακούς Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς Μαχαίρι Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς Είμ’εγώ,μ’ακούς Σ’αγαπώ,μ’ακούς Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβεςΘά’ρθει μέρα,μ’ακούς Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,ν’ακούς Τών ανθρώπων Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει Στά νερά ένα-- ένα , μ’ακούς Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς Τής αγάπης Μιά γιά πάντα τό κόψαμε Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς Δέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς Μές στή μέση τής θάλασσαςΑπό τό μόνο θέλημα τής αγάπης, μ’ακούς Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς Άκου,άκου Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς; Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.
V.
Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.
VI.
Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνάτής θάλασσας Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδίνεογέννητοΜόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο!
VII.
Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησίΑπαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερόκαι μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.
Οδυσσέας Ελύτης <<ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ>>

24 comments:

Eric Draven said...

κρύβουμε όλοι έναν άνθρωπο τέτοιο μέσα μας...?

κι αν ναι, πότε θα σταματήσει αυτή η "πλευρά" μας να αναβοσβήνει τα αστέρια...?

με έβαλες σε σκέψεις.

καλησπέρα.

rip1708 said...

καλε μου ερικ..κρυβουμε το χειροτερο μεσα μας..μαζι με το καλυτερο..κρυβουμε μια αγαπη και μια προδοσια..ποσοι ομως απο εμας ειναι διατεθειμενοι να πενθουν την αγαπη τους μια ολοκληρη ζωη?
ποσοι μπορουν να αναβοσβηνουν μια ολοκληρη ζωη τα αστερια?ευαισθητες παραλυτες ψυχες..που πιανονται ακομα και απο τα αστερια για να εχουν εναν σκοπο και να μην χαθουν..γιατι αν σου φτανει να κοιτας ακομα και ενα αστερι για να μην τρελαθεις τοτε πιαστο γερα και μην το αφησεις ποτε..μα και η τρελλα τι ειναι?καλυτερη παντως απο αυτην την τετραγωνη ψυχρη γκρι γυαλιστερη λογικη του κοσμου..
προσεξε μην βουλιαξεις και εσυ στις σκεψεις σου και χαθεις στον βυθο τους γιατι μετα ερμαιο τους θα γινεις και ισως σε ξεβρασει η θαλασσα σε καποια ερημη ακτη..μηπως ομως κατι τετοιο προσδοκεις μεσα σου?μια ακτη να ησυχασει το πνευμα σου?
να εχεις ενα ομορφο βραδυ καλε μου..

η κοπέλα με το καναρινί φόρεμα said...

"Ποιος μιλέι στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς. Είμαι εγώ που φωνάζω κι είμαι εγώ που κλαίω μ'ακούς. Σ'αγαπώ, σ'αγαπώ μ'ακούς."

κι έτσι απλά μ'αυτούς τους στίχους που διάλεξες για αυτή τη φορά με πήγες πίσω στο 2005, καλοκαιράκι, Αυγουστος μήνας, στη Μονεμβασιά, κάτω από έναν τόσο έναστρο ουρανό που τέτοιο πράγμα δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου, αλήθεια.

Θα πενθώ για πάντα μόνη... τον παράδεισο...

Μια φιλία τριών κοριτσιών που έληξε τόσο άδοξα... τι μου θύμησες... γιατί τούτα τα λόγια δεν είναι μόνο ερωτικά

Unknown said...

γητειές από μάγισσες και νεράιδες
σε μιας ψυχής το μαύρο. μάτια κάρβουνα που σιγοκαίνε γιατί τ' αστέρια της ψυχής είναι που καίνε...

φιλιά βρόχινα...

rip1708 said...

**κοπελα με το καναρινι φορεμα
το σ'αγαπω μπορει να εχει πολλες μορφες..οπως και η θλιψη και η πηγη της..γιατι ποια αγαπη μπορει να ειναι πιο αιωνια απο την φιλικη?ακομη και η ερωτικη πιο σπανια..ενω η φιλια..λυπαμαι που πενθεις την φιλια σου..ομως κρατα στο χερι σου μια ευχη..θα βρεις καλυτερες γλυκια μου..ειμαι σιγουρη γιαυτο..γιατι οτιδηποτε λυγαει στον χρονο παει να πει οτι δεν μας ανηκει γιαυτο ομορφο να το λησμονουμε ασχημο να το αναζητουμε συνεχεια..

rip1708 said...

**αγαπημενη μου νεραιδα..
εσυ που ξερεις απο γητειες ξορκια και πονο πες μου ποτε γιατρευεται μια καρδια απο της αγαπης τον πονο..

naya said...

Δεν ξερω..
Το μονογραμμα με αποτελειωσε..
Mε αφησε μονη στον παραδεισο να πενθω..(παντα το κανει αυτο)

Unknown said...

δεν υπάρχει γιατρειά, παρά μόνο "το ξεχνώ"...

απ' της αγάπης τη λαβωματιά, δυο είν' τα μαγικά...

το "θέλω ν' αγαπήσω ξανά" και το "δίνω για ν' αγαπηθώ"...

κι ας ξαναπληγωθώ...

φιλιά βρόχινα...

..αγγελόσκονη.. said...

μετά από πόσο καιρό το πένθος γίνεται θύμιση;
πότε πετάς από πάνω σου αυτό το "κάτι" που σου γεμίζει θλίψη τα μάτια;
...πόσο κρατάει το πένθος για την αγάπη;

kat. said...

ο καλύτερος τρόπος για να πενθίσεις οτιδήποτε είναι να χαμογελάς! να κλείσεις το μάτι σε οτι έχασες και τότε το σύμπαν θα σε βοηθήσει! αργά ή γρήγορα..

drunk tank said...

ΑΡΑΓΕ ΘΑ ΘΥΜΑΤΑΙ ΚΑΠΟΙΟΣ Τ ΟΝΟΜΑ ΜΑΣ,ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ ΤΑ ΕΞΑΙΣΙΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ,ΤΑ ΠΑΘΗ ΜΑΣ,ΤΙΣ ΛΥΠΕΣ,ΤΑ ΔΕΙΝΑ ΜΑΣ,ΑΡΑΓΕ ΥΠΗΡΞΑΜΕ ΠΟΤΕ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΑΣ...

αυτό μου θύμησες Κωνσταντίνα μου
με το όμορφο κείμενό σου...

για τον Ελύτη... δε χρειάζεται να σου πω οτιδήποτε
γνωστή η αδυναμία μου...

να έχεις ένα υπέροχο Σαββατοκύριακο
φιλιά

Talisker said...

.κι οταν περασει η περιοδος πενθους
αυτη που ερχεται μετα την αποδοχη και το θυμο


ξαναγεννιεσαι και βυθιζεσαι στη ληθη....

δεν θα θυμασαι τιποτα και δεν θα πονας

και δεν θα σε εχει βοηθησει καμια μαγισσα και κανενας γητευτης


ο εαυτος σου μονο!!!
Μ ακους?

SisSy said...

Τι γίνεται μ'αυτό το ποίημα!!
όλο και πιο συχνά το βλέπω αναρτημένο στα blogs...
Ηξερε άραγε ο Ελύτης πόσοι θα έβρισκαν το εαυτό τους μέσα από τα δικά του λόγια?
Και για πόσα χρόνια ακόμη αυτές οι λέξεις θα ταξιδέυουν και θα μας ταξιδεύουν...?
ήξερε λέτε?

Γιώργος Ποταμίτης said...

Άκου τα λόγια στο νερό πως πλέουν
δίχως κορμιά κουπιά και χείλια
τα ροδοπέταλα το άρωμα πως ρέουν
άκου τι λένε το ένα στο άλλο δύο κοχύλια:
« όσο θα τρέχει το νερό
τόσο η ζωή θα ρέει
κι όσο είναι η αγάπη το ιερό
θα είναι πάντα και η ψυχή ένας βωμός που καίει»!

πνευμα said...

Όσο δύσκολο και αν είναι να χαμογελάς δεν είναι δυσκολότερο απο το να αντέχεις τον πόνο της απόρριψης.

Την καλησπέρα μου

rip1708 said...

καλη μου naya
μην πενθεις..ο παραδεισος ελπιδα θα σε κερασει..συννεφο να την ντυσεις και να πεταξεις..

rip1708 said...

** νεραιδα μου
μακαρι ο πονος να γιατρευοταν τοσο ευκολα και απλα..απλα με ενα θελω..απλα με ενα δινω..
φιλια

rip1708 said...

** αγγελοσκονη..
αυτο το πενθος δεν το αποχωριζεσαι ποτε παντα βαραινει σαν σκια τα ματια σου..τους φοβους σου..παραμονευει σαν σκια την χαρα σου..

rip1708 said...

** kat
καλη μου το συμπαν γυριζει και χωρις εμας..εχω αρχισει πραγματικα να αμφιβαλλω για τις θαυματουργικες του παρεμβασεις..ομως δεν πειραζει
φιλιααααα

rip1708 said...

** κωνσταντινε μου μου ελειψες
χαιρομαι που ανταμωσαμε ξανα
αν ποτε μαθεις αν τελικα υπηρξαμε πες μου γιατι χρονια αναρωτιεμαι¨:)

rip1708 said...

** καλη μου tali
προσπαθω τον εαυτο μου να τον αποφευγω οσο μπορω..δεν βοηθαει..μονο βουλιαζει και πνιγεται..καθολου καλη συντροφια σε τετοιες στιγμες..λυπαμαι που θα λειψεις τοσο ηδη μου λειπουν τα ποστ σου..
να προσεχεις και να περνας ομορφα

rip1708 said...

** sissy
συνηθως οταν γραφεις ειναι επειδη πνιγεσαι και θελεις καπου να πιαστεις νομιζω ο ελυτης ειχε τον δικο του πνιγμο να διασωσει αγνοουσε ολους τους υπολοιπους που παλευαν με τα ιδια κυματα..

rip1708 said...

** αχ βρε γιωργο
οαση τα λογια σου παντα..
ριμες γλυκες λυτες ταξιδιαρικες..
ομορφες οι σκεψεις σου
σε ποιον θεο κανεις εσυ θυσιες?

rip1708 said...

** πνευμα μου
ο πονος ειναι απο μονος του ανυπερβλητος..πως τον ξεπερνας..