το πλοιο εδενε στο λιμανι..εβλεπε απο μακρια την ακτη..
μια αμμουδια λευκη και η θαλασσα γυαλι..
διαφανη με ενα αχνο κυμα να την αλλοιωνει..
το μερος παραδεισενιο..δεν εκανε την φυγη του ευκολη..
σε αυτη την ακτη που εδεσε οσο ομορφη και να ηταν δεν επαυε να ειναι αγνωστη..
μαζεψε τις βαλιτσες του εκλεισε εκει μεσα μια ζωη και ενα πρωινο αναχωρησε
εφυγε σαν κυνηγημενος για μια ακτη νεα..
και τωρα που εδεσε ενα δακρυ ανεβαινει στην ψυχη του..
νεα χωματα νεος εαυτος..
το σαρακι που τοσα χρονια τον ετρωγε ξαφνικα
περασε την επιδερμιδα του την εσκισε και βγηκε απο το δερμα του
κοπηκε η ψυχη του στα δυο καθως αντικρισε την πραγματικοτητα
και το μονο που μπορεσε να κανει καθως λεξη δεν βγηκε απο το στομα του
ηταν να χωρεσει την ζωη του σε δυο διαφανες βαλιτσες και να φυγει
οσο πιο γρηγορα οσο πιο μακρια
ελπιζοντας πως αυτο το μακρια θα τον εβγαζε σε εναν τοπο
που δεν θα χρειαζοταν να νιωθει οποτε και να ποναει..
τοσα χρονια περιμενοντας ελπιζοντας ολα αυτα που ποτε δεν ηρθαν
τοσα χρονια περιμενοντας λεξεις που ποτε δεν ακουσε
τοσα χρονια λαχταρωντας ενα χαδι που ποτε δεν πηρε
του ειχε πει καποτε πως οι συγκρισεις φερνουν μονο πονο
και κλεισμενος στο καβουκι του εβγαλε τα ματια του
να μην κοιταει γυρω του και ζηλευεei
εκοψε τα αυτια του για να μην ακουει γυρω του και λαχταραει
και ετσι εμεινε τυφλος και κουφος
και καθε μερα ενιωθε και πιο μονος
και ξαφνικα καταλαβε πως ετσι κουφος και τυφλος οπως ηταν
κανενας δεν τον ηθελε
ουτε καν εκεινη
και πως ολα οσα ονειρευοταν για εκεινον και για εκεινη
ετσι οπως ειχε καταντησει ποτε δεν θα ερχοντουσαν
γιατι ηταν ενας σκυφτος τυφλος κωφαλαλος..
η ψυχη του κοπηκε στα δυο
τοσος χρονος χαμενος..
την ενιωσε καπου να γελαει
διαβασε για αλλη μια φορα
τα λογια της για οσα ηθελε να κανει
και παντα ο χρονος ηταν εναντιον της
τις λεξεις της που ορκιζοταν πως παντα θα ειναι κοντα του
και ας ενιωθε απο τοτε πως καθε μερα ηταν μακρια
η μνημη μαχαιρι..
η ληθη εγινε ο καλυτερος του φιλος
το πλοιο εδενε στο λιμανι
τα νεα του ματια ποναγαν απο το φως και την ομορφια
τα νεα του αυτια γεμιζαν απο τους ηχους
η ψυχη του ομως ηταν γερασμενη..
επιασε παλι βροχη..
μια αμμουδια λευκη και η θαλασσα γυαλι..
διαφανη με ενα αχνο κυμα να την αλλοιωνει..
το μερος παραδεισενιο..δεν εκανε την φυγη του ευκολη..
σε αυτη την ακτη που εδεσε οσο ομορφη και να ηταν δεν επαυε να ειναι αγνωστη..
μαζεψε τις βαλιτσες του εκλεισε εκει μεσα μια ζωη και ενα πρωινο αναχωρησε
εφυγε σαν κυνηγημενος για μια ακτη νεα..
και τωρα που εδεσε ενα δακρυ ανεβαινει στην ψυχη του..
νεα χωματα νεος εαυτος..
το σαρακι που τοσα χρονια τον ετρωγε ξαφνικα
περασε την επιδερμιδα του την εσκισε και βγηκε απο το δερμα του
κοπηκε η ψυχη του στα δυο καθως αντικρισε την πραγματικοτητα
και το μονο που μπορεσε να κανει καθως λεξη δεν βγηκε απο το στομα του
ηταν να χωρεσει την ζωη του σε δυο διαφανες βαλιτσες και να φυγει
οσο πιο γρηγορα οσο πιο μακρια
ελπιζοντας πως αυτο το μακρια θα τον εβγαζε σε εναν τοπο
που δεν θα χρειαζοταν να νιωθει οποτε και να ποναει..
τοσα χρονια περιμενοντας ελπιζοντας ολα αυτα που ποτε δεν ηρθαν
τοσα χρονια περιμενοντας λεξεις που ποτε δεν ακουσε
τοσα χρονια λαχταρωντας ενα χαδι που ποτε δεν πηρε
του ειχε πει καποτε πως οι συγκρισεις φερνουν μονο πονο
και κλεισμενος στο καβουκι του εβγαλε τα ματια του
να μην κοιταει γυρω του και ζηλευεei
εκοψε τα αυτια του για να μην ακουει γυρω του και λαχταραει
και ετσι εμεινε τυφλος και κουφος
και καθε μερα ενιωθε και πιο μονος
και ξαφνικα καταλαβε πως ετσι κουφος και τυφλος οπως ηταν
κανενας δεν τον ηθελε
ουτε καν εκεινη
και πως ολα οσα ονειρευοταν για εκεινον και για εκεινη
ετσι οπως ειχε καταντησει ποτε δεν θα ερχοντουσαν
γιατι ηταν ενας σκυφτος τυφλος κωφαλαλος..
η ψυχη του κοπηκε στα δυο
τοσος χρονος χαμενος..
την ενιωσε καπου να γελαει
διαβασε για αλλη μια φορα
τα λογια της για οσα ηθελε να κανει
και παντα ο χρονος ηταν εναντιον της
τις λεξεις της που ορκιζοταν πως παντα θα ειναι κοντα του
και ας ενιωθε απο τοτε πως καθε μερα ηταν μακρια
η μνημη μαχαιρι..
η ληθη εγινε ο καλυτερος του φιλος
το πλοιο εδενε στο λιμανι
τα νεα του ματια ποναγαν απο το φως και την ομορφια
τα νεα του αυτια γεμιζαν απο τους ηχους
η ψυχη του ομως ηταν γερασμενη..
επιασε παλι βροχη..