θυμηθηκα μια κουβεντα μας ενα ανοιξιατικο απογευμα.. και οπως σου ειχα πει και τοτε.. ψυχη υπαρχει..
"Η αρχαία
ελληνική φυσιοκρατία των προσωκρατικών δεν είχε μια πραγματική έννοια της ψυχή
και γι’ αυτό δέχτηκε μια ουσία –ο αέρας κατά τον Aναξιμένη ή η φωτιά κατά τον
Ηράκλειτο– ως αρχή της ζωής του σύμπαντος και επομένως και του ανθρώπου.Ο Πλάτωνας
διετύπωσε την πλήρη θεωρία της ψυχή: είναι ουσία άυλη, άφθαρτη και επομένως
αθάνατη· από αυτήν εξαρτώνται η γνώση και η ηθικότητα του ανθρώπου.Ο Αριστοτέλης
όρισε την ψυχή μορφή μιας ύλης, έτσι που το άτομο παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα
της στενής τους αλληλοσύνδεσης. Με τον τρόπο αυτό όμως η ψυχή δεν μπορεί να
υπάρχει πλέον μετά τον θάνατο. Η χριστιανική διδασκαλία για την ψυχή, ουσιαστικά πολύ
πλησιέστερη στη θεωρία του Πλάτωνα, προσπάθησε σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα
να συμβιβάσει τον αριστοτελισμό με την αρχή της αθανασίας. Συμφωνα με
τους Εβδομήκοντα μεταφραστές της Π.Δ., η ψυχή ειναι η μεταφραση της εβραικης
λεξης nephesch που
είναι ένας πολυσήμαντος όρος. Ψυχή ονομάζεται κάθε τι έμβιο, κάθε ζώο,
συνηθέστατα όμως μέσα στην Γραφή πρόκειται για τον άνθρωπο. Δηλώνει τον
τρόπο με τον οποίο η ζωή εκδηλώνεται στον άνθρωπο. Δεν αναφέρεται σε ένα
μόνο τμήμα της ανθρώπινης ύπαρξης – το πνευματικό, σε αντίθεση προς το υλικό –
αλλά σημαίνει τον ολόκληρο άνθρωπο, ως ενιαία ζωντανή υπόσταση. Η ψυχή δεν
κατοικεί απλώς στο σώμα, αλλά εκφράζεται με το σώμα, που κι αυτό, όπως και η
σάρκα ή η καρδια αντιστοιχεί στο εγώ μας, στον τρόπο με τον οποίο
πραγματοποιούμε την ζωή. Η ψυχή δεν είναι η αιτία της ζωής, αλλά είναι κυρίως ο
φορέας της ζωή. Ψυχή είναι η ζωή που υπάρχει σε κάθε κτίσμα, όπως στα
φυτά και τα ζώα, ψυχή είναι και η ζωή που υπάρχει μέσα στον άνθρωπο, είναι και
ο κάθε άνθρωπος που έχει ζωή, ψυχή είναι και η ζωή που εκφράζεται μέσα από το
πνευματικό στοιχείο της υπάρξεώς μας, είναι αυτό το πνευματικό στοιχείο της
υπάρξεώς μας. Αλλά η φιλοσοφία της Αναγέννησης απέδειξε το
ασυμβίβαστό τους και επανεξέτασε το αριστοτελικό κείμενο ανεξάρτητα από
θρησκευτικές προκαταλήψεις.
Από τον Ντεκάρτ η ψυχή θεωρήθηκε ως ατομική συνείδηση στην οποία μπορούμε να ξαναβρούμε
τον Θεό και ως πηγή κάθε βεβαιότητας. Αλλά και ο
Ντεκάρτ δέχτηκε την ψυχή ως πνευματική ουσία. Η νομιναλιστική πολεμική που
ακολούθησε εναντίον της έννοιας της ουσίας, πρώτα τον 17o και αργότερα τον 18o
αι., αποκάλυψε ότι η έννοια της ψυχής - ουσίας είναι κενή και αδιανόητη. Συγχρόνως η εμπειριοκρατία, με την ανακάλυψη του
ψυχικού συνειρμού, επεξεργάστηκε την ιδέα της ψυχή ως δέσμης αισθήσεων. Η κατεύθυνση της
εμπειριοκρατίας επηρέασε και τον Καντ, που πίστευε ότι η συζήτηση για την ψυχή
δεν μπορούσε να καταλήξει πουθενά. Ο μετακαντιανός ιδεαλισμός μετατόπισε το
ενδιαφέρον του προς υπερατομικές οντότητες (απόλυτο Εγώ, Πνεύμα, Ιστορία), ενώ
ο θετικισμός ξαναγύρισε στην αντίληψη του συνειρμού, που υποστήριζε η
εμπειριοκρατία για την ψυχή. Η χριστιανική θρησκεία διδάσκει ότι η ψυχή είναι μια
ουσία άυλη, αθάνατη, δημιούργημα του Θεού, η οποία ρυθμίζει τη ζωή του σώματος. Συμφωνα με τον Αγιο Γρηγοριο Νυσση υπαρχει μια μορφή ύλης της ψυχής, που είναι συστατικό στοιχείο για την
προσδοκώμενη ανάσταση.Παρά ταύτα, να πούμε ότι ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή
και σώμα: η ψυχή είναι αυτόνομη γιατί είναι πνεύμα ενώ το σώμα είναι ύλη. «Η
ψυχή είναι το πνευματικό μέρος του ανθρώπου, με το οποίο αυτός ζει,
αντιλαμβάνεται και είναι ελεύθερος».Κατά τη διάρκεια της ζωής υπάρχει ενότητα ψυχής και σώματος
και ο άνθρωπος συνθέτει μέσα του, με την ίδια τη σωματική του υπόσταση, τα
στοιχεία του υλικού κόσμου, έτσι που αυτά μέσα από τον άνθρωπο φτάνουν στην
έσχατη τελείωσή τους και αποκτούν φωνή για να υμνήσουν ελεύθερα τον Δημιουργό.Με τον θάνατο η
ψυχή χωρίζεται από το σώμα και εξακολουθεί να υπάρχει αιώνια. Η ψυχή με την
αθάνατη φύση της μπορεί από μόνη της vα αντιπροσωπεύει ολόκληρη την ανθρώπινη
προσωπικότητα, που είναι υπεύθυνη απέναντι στον Θεό για κάθε πράξη που έκανε
στη Γη.Η χριστιανική
αυτή αντίληψη δεν βρίσκει αντιστοιχία σε όλες τις θρησκείες και ακόμα και μέσα
στον χριστιανικό κόσμο μερικές λαϊκές αντιλήψεις προϋποθέτουν ιδέες περί ψυχή
που διαφέρουν από τα διδάγματα της Εκκλησίας.Στην
ιστορία των θρησκειών διατυπώθηκαν πολυάριθμες
αντιλήψεις πάνω στο τι κατά προσέγγιση μπορεί να είναι αυτό που λέγεται ψυχή. Δυναμική είναι αυτή που
βλέπει κυρίως την ψυχή ως απρόσωπη δύναμη που κάνει το σώμα να ζει. Μερικές
φορές η δύναμη αυτή εδρεύει σε ένα μέρος του σώματος ή ταυτίζεται απόλυτα με αυτό. Άλλες φορές η ψυχή
νοείται ως ζωτική πνοή, όπως η ίδια η αναπνοή του ανθρώπου: το ινδικό ατμάν, το
ελληνικό ψυχή, το λατινικό animus π.χ., όλες λέξεις, που εκφράζουν διάφορες
αντιλήψεις περί της ψυχής, προέρχονται από ρίζες που σημαίνουν την πνοή του
ανέμου ή της αναπνοής.
Η ίδια η λέξη πνεύμα (όπως και το λατινικό spiritus),
με το οποίο χαρακτηρίζεται η ουσία της ψυχή, σήμαινε αρχικά τόσο τον άνεμο όσο
και την αναπνοή. Και στο σημείο
αυτό μπορούμε να θυμηθούμε πως και στη βιβλική περιγραφή της δημιουργίας του
ανθρώπου, ο Θεός «ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού (του ανθρώπου) πνοήν ζωής,
και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γένεσις, Β, 7). Περσοναλιστική αντίληψη,
αντίθετα, είναι αυτή που θεωρεί την ψυχή εικόνα του προσώπου, με μορφές που
κατά κάποιο τρόπο απεικονίζουν το ζωντανό άτομο. Χαρακτηριστική
στην περίπτωση αυτή είναι η ψυχή σκιά, της οποίας με μορφικά στοιχεία
προέρχονται από την εμπειρία των πραγματικών σκιών που ρίχνουν τα σώματα. Μια
παρόμοια αντίληψη βρίσκουμε π.χ. στην
ετρουσκική θρησκεία. Η Ψυχή ή Πνεύμα είναι μια μη-υλική οντότητα που έχει
αντίληψη και συνείδηση.Συχνά πιστεύεται ότι οι ψυχές είναι αθάνατες. Αν υπήρχε
ποτέ μια οντότητα επινοημένη για να εξυπηρετήσει τις ευχές μας, η ψυχή θα ήταν
αυτή η οντότητα. Ο άνθρωπος αποτελεί ένωση ενός θνητού σώματος και μιας
αθάνατης ψυχής, βιώνει δηλαδή τον ίδιο διχασμό με τον κόσμο. Το σώμα του είναι
ολοκληρωτικά παραδομένο στη διαρκή μεταβολή, ενώ η ψυχή του, που είναι ασώματη
και αιώνια, είναι από την ίδια τη φύση της συγγενής με τις Ιδέες. Η φιλοσοφία
είναι «μελέτη θανάτου» (Φαίδων 67d). Με την αποδέσμευσή της από το σώμα, η
ψυχή απαλλάσσεται από ένα δυσβάστακτο βάρος και μπορεί πλέον να αφιερωθεί
απερίσπαστη στη θέαση των Ιδεών.Η ανθρώπινη ψυχή έχει λοιπόν τη δυνατότητα να
έρθει σε άμεση επαφή με τις Ιδέες. Η γνώση των Ιδεών είναι ευκολότερη όταν η
αθάνατη ψυχή είναι απαλλαγμένη από το σώμα, μπορεί όμως να επιτευχθεί και κατά
τη διάρκεια της επίγειας διαδρομής της, αν η ψυχή καταφέρει να επιβάλει τον
δικό της νόμο στο σώμα και να αποφύγει τους περισπασμούς του. Τότε η ψυχή
παραμερίζει τα δεδομένα των αισθήσεων και, χρησιμοποιώντας μόνο τη νόηση,
διατυπώνει έγκυρες κρίσεις για τα υπάρχοντα πράγματα. Αυτή η έγκυρη γνώση που
στηρίζεται στις Ιδέες είναι, κατά τον Πλάτωνα, μια μορφή «ανάμνησης». Η
ενσαρκωμένη ψυχή ξαναφέρνει στη μνήμη της την άμεση θέαση των Ιδεών, που βίωσε
όταν ήταν απαλλαγμένη από το σώμα. Η μοναδική αυτή εμπειρία έχει χαραχθεί
ανεξίτηλα στην ψυχή, συσκοτίστηκε όμως, και κατά κάποιο τρόπο «ξεχάστηκε», όταν
η ψυχή επανενώθηκε με ένα θνητό σώμα. Η φιλοσοφική μύηση είναι επομένως μια
διαδικασία βαθμιαίας ανάμνησης των λησμονημένων γνώσεων της ψυχής.Ομως ο
Πλάτων, δεν πιστεύει πραγματικά ότι η αληθινή γνώση είναι ανάμνηση ισως
εφαρμοζει της προσφιλη τακτική του Πλάτωνα να προσφεύγει στην αλληγορική γλώσσα
του μύθο. Εφόσον η γνώση δεν προέρχεται
από τις αισθήσεις, πρέπει να προέρχεται από κάπου αλλού. Επομένως, ο άνθρωπος
πρέπει να διαθέτει εξαρχής, έστω εν υπνώσει, την ικανότητα να διατυπώνει σωστές
κρίσεις. Η πλατωνική ανάμνηση αντιστοιχεί σε αυτό που, πολύ αργότερα, οι
φιλόσοφοι της Δύσης θα ονομάσουν a priori γνώση.
Στην Πολιτεία ο Πλάτων θα προχωρήσει σε μια νέα διάκριση. Πιο
σημαντική από την αντίθεση σώματος και ψυχής είναι η αντίθεση ανάμεσα στα μέρη
της ίδιας της ανθρώπινης ψυχής. Η ψυχή είναι μια πολύπλοκη ενότητα, που
διαθέτει διαφορετικά μέρη και διαφορετικές παρορμήσεις. Ο Πλάτων συνειδητοποιεί
ότι, ενώ όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν ψυχή, έχουν δηλαδή συναισθήματα,
αισθητηριακές παραστάσεις και στοιχειώδη τουλάχιστον δυνατότητα κρίσης,
ελάχιστοι είναι αυτοί που θα μπορέσουν τελικά να αφιερωθούν στον δρόμο της
νόησης. Άρα ο αγώνας δεν διεξάγεται ουσιαστικά ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα,
αλλά ανάμεσα σε αντίθετες δυνάμεις της ίδιας της ψυχής.«Τρεις είναι οι
σφαίρες, που κινείται ο φιλοσοφικός στοχασμός του Πλάτωνος: α) ο αισθητός
κόσμος, β) ο κόσμος των Ιδεών και γ) ο υπερβατικός κόσμο; της Ιδέας του αγαθού
ή του Θεού. Κεντρική έννοια της πλατωνικής φιλοσοφίας, που
απλώνεται και στους τρεις αυτούς κόσμους είναι η έννοια της ψυχής. Η πλατωνική
έννοια περί ανθρώπου, η ανθρωπολογία του φιλοσόφου, δεν νοείται χωρίς τον
αγώνα, που διεξάγεται στους διάλογους για την αξία της ψυχής και χωρίς την
μέριμνα για την παιδεία της και την μεταφυσική της τύχη και σωτηρία. Η έννοια
της ψυχής ταυτίζεται με την έννοια της προσωπικότητας του ανθρώπου, έχει
μεταφυσική ρίζα, και τούτο σημαίνει, ότι η ψυχή ως προσωπική μονάδα είναι
αιώνια. Η κατανόηση της ουσίας της ψυχής συμπίπτει με την ερμηνεία των
δυνάμεων, που την συνιστούν και γενικώς με την ερμηνεία της όλης πνευματικής
ζωής. Επειδή όμως η ψυχή και η ιδέα ανταποκρίνονται η μία
στην άλλη, η ερμηνεία της ψυχής είναι αδύνατον να γίνει χωρίς συνεχή αναφορά
στον κόσμο των ιδεών.Ο ηθικός αγώνας του ανθρώπου μέσα στην πολιτεία, όπως
και ο μόχθος του για την απόκτηση της επιστημονικής γνώσεως, είναι κεφάλαια της
ψυχικής ζωής, και αυτά είναι δυνατόν να κατανοηθούν, μόνον εφόσον αποκτήσουμε
σαφή γνώση για την ουσία της ψυχής και για τους τρόπους, με τους οποίους η ψυχή
εκφράζεται και δρα. Ο Πλάτων όμως
εκτός από την ατομική ψυχή, η οποία είναι το αιώνιο στοιχείο του ανθρώπου,
παραδέχεται και μία ψυχή του κόσμου, μία ψυχή του σύμπαντος, η οποία είναι
στοιχείο καταστατικό της δομής του κόσμου. Η έννοια αυτή
της ψυχής του σύμπαντος είναι γνήσια Ελληνική και κατάγεται από την
προσωκρατική φιλοσοφία, ενώ η έννοια της ατομικής ψυχής έρχεται από την ορφική
και πυθαγόρεια διδασκαλία .Όμως στον Πλάτωνα η
θρησκευτική αυτή ιδέα περί ατομικής ψυχής μεταβάλλεται σε φιλοσοφική και
θεμελιώνεται και διαφωτίζεται με κριτήρια λογικά. Η ψυχή γίνεται το κέντρο της
γνώσης και της αυτοσυνειδησίας.»Ο Πλατωνας
μέσα στο έργο «Προσεγγίσεις στον Πλάτωνα» γράφει, μεταξύ
άλλων, και τα εξής:Βρισκόμαστε
στον Φλειούντα, πόλη στα νοτιοδυτικά της Κορίνθου,
κάπου ανάμεσα στην Σικυωνίδα και την Αργολίδα, δύο ή τρεις μήνες μετά τον
θάνατο του Σωκράτους. Ένας Φλειάσιος, οπαδός του φιλοσόφου Πυθαγόρα, ο Ερράτης,
παρακαλεί τον Φαίδωνα, μαθητή του Σωκράτους και αυτόπτη μάρτυρα των τελευταίων
στιγμών του μεγάλου δασκάλου, να τού αφηγηθεί το τέλος του Σωκράτους και ό,τι
είπε, πριν πεθάνει. Ο Φαίδων δέχεται να μιλήσει και αρχίζει να αφηγείται την
συζήτηση, που έγινε στην φυλακή μεταξύ των Σωκράτους και των μαθητών και φίλων
του, την τελευταία ημέρα της ζωής του. Έτσι, αρχίζει εκθέτοντας την ψυχολογική
κατάσταση και τα ονόματα των παρευρισκομένων (Πλάτωνος Φαίδων, κεφ. 1-2).Οι φίλοι και οι
μαθητές του Σωκράτους έρχονται στην φυλακή. Με αφορμή την θλιβερή αποχώρηση της
γυναίκας του Ξανθίππης, ο Σωκράτης παρατηρεί, ότι ο στενός σύνδεσμος μεταξύ
του ευχάριστου και του λυπηρού θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα κάποιου μύθου του
Αισώπου. Ο Κέβης ρωτά τον Σωκράτη, με αφορμή την απορία του ποιητή Ευήνου,
γιατί στιχούργησε τους μύθους του Αισώπου στην φυλακή. Ο φιλόσοφος απαντά, ότι
το έκανε, επειδή ήθελε να εξηγήσει κάποιο όνειρο του και εύχεται να τον
ακολουθήσει και ο Εύηνος σε αυτήν την καλλιτεχνική δραστηριότητα ύστερα από
λίγο. Ο Σιμμίας εξεπλάγη, όταν άκουσε από τον φιλόσοφο, ότι επιδιώκει τον
θάνατο, και ρωτά μαζί με τον Κέβητα την γνώμη του Σωκράτους για την αυτοκτονία.
Ο Σωκράτης, τότε εξηγεί, ότι ο φιλόσοφος αποζητά τον θάνατο, χωρίς να έχει το
δικαίωμα να αυτοκτονήσει. Και αυτό γιατί η ψυχή μας βρίσκεται σε μία
"φυλακή" και ως κτήματα των θεών που είμαστε, κατά τον Σωκράτη, δεν
επιτρέπεται σε καμμία περίπτωση να διαπράξουμε αυθαίρετη απόδραση από αυτήν
(την φυλακή) (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 3-6).Στο άκουσμα των λόγων του Σωκράτους, ότι κανείς δεν πρέπει
να αυτοκτονεί, ο Κέβης παρατηρεί, ότι θα ήταν βλακώδες να θέλει ο άνθρωπος να
αποχωρίζεται τους θεούς, που φροντίζουν τους ανθρώπους και επιπλέον οι άνθρωποι
αποτελούν χτήματα τους. Ρωτάει, έτσι, τον Σωκράτη, γιατί πρέπει να επιθυμούμε
τον θάνατο και εκείνος απαντά, ότι η ψυχή και στον Άδη θα βρει, πιθανότατα,
ανθρώπους καλύτερους από αυτούς, που είναι στην γη και ασφαλώς θεούς επίσης
αγαθούς. Παράλληλα, δεν υπακούει σε σύσταση του δημίου, να διακόψει την
συζήτηση (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 7-8).
Από το προηγούμενο συμπέρασμα του, ο Σωκράτης υποστηρίζει, ότι ο αληθινός φιλόσοφος του οποίου όλη η ζωή είναι προετοιμασία για τον θάνατο, χαίρεται, όταν πεθαίνει, καθώς μόνον μετά τον θάνατο, όταν δηλαδή η ψυχή είναι απαλλαγμένη από το σώμα, θα βρει την γνώση της αλήθειας. Σύμφωνα με αυτό ο αληθινός φιλόσοφο; έχει την αληθινή ανδρεία, αφού δεν φοβάται τον θάνατο, και την αληθινή σύνεση, αφού παραμελεί το σώμα του και τις ηδονές, που αυτό μπορεί να του πρόσφερα· αντίθετα η σύνεση και η ανδρεία των πολλών είναι παρωδίες της αρετής και, κατά του ιδρυτές των μυστηρίων, αυτός που θα έχει καθαρθεί, θα κατοικεί στον Άδη με τους θεούς και με αγαθούς φίλους. Επομένως ο φιλόσοφος, που επιζητεί τον θάνατο δεν πρέπει να τον φοβάται (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 12,13).Σε ένσταση του Κέβητος, ότι η χαρά του φιλοσόφου, όταν πεθαίνει είναι δίκαιολογημένη μόνον υπό την προϋπόθεση, ότι η ψυχή είναι αθάνατη, ο Σωκράτης αναλαμβάνει να αποδείξει, ότι υπάρχει η αθανασία της ψυχής. Συνακόλουθα ο Σωκράτης υποστηρίζει, ότι, κατά γενικό κανόνα, το αντίθετο δίνει γέννηση στο αντίθετο του και εξηγεί στην συνέχεια, ότι κάτι, που είναι μεγάλο, έγινε μεγάλο, εφόσον ήταν προηγουμένως πιο μικρό. Εάν αυτό, λέει, αληθεύει, συνεπάγεται, ότι τα αντίθετα διαδέχονται το ένα το άλλο χωρίς σταμάτημα. Π.χ. η κατάσταση της ζωής, αντίθετη στην κατάσταση του θανάτου, διαδέχεται τον θάνατο. Αυτό το πέρασμα από την μία κατάσταση σε μίαν άλλη μπορεί να πραγματοποιηθεί προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση, γιατί αν ένα πέρασμα δεν πραγματοποιείτο παρά μόνον προς μία κατεύθυνση, πάντα την ίδια, το κάθε τι θα έβρισκε τελικά μία σύγχυση σε μία ακίνητη μονάδα. Άρα, από την αρχή αυτή, που εφαρμόζεται στην αντίθεση μεταξύ ζωής και θανάτου, προκύπτει ότι δεν πρέπει μόνο να υπάρχει, όπως το δείχνει η εμπειρία, πέρασμα μόνο από την ζωή προς τον θάνατο, αλλά επίσης πέρασμα και από τον θάνατο στην ζωή. Ο θάνατος, λοιπόν, δεν είναι μια εξαφάνιση, αφού οι ψυχές των νεκρών βρίσκονται κάπου στον Άδη, για να μπορούν να επανέλθουν στην ζωή. Αν δεν υπήρχε η αναβίωση, η μετεμψύχωση, θα είχαμε ευθεία γραμμή από την ζωή στον θάνατο, και όχι κύκλο, οπότε τα πάντα θα εξαφανίζονταν (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 14-17). 0 διάλογος συνεχίζεται με μία παρατήρηση του Κέβητος, που θα φέρει το δεύτερο επιχείρημα. Ο Κέβης λέει, ότι, σύμφωνα με την θεωρία της ανάμνησης, έχουμε οπωσδήποτε μάθει παλαιότερα αυτό, που ξαναβρίσκει το μυαλό μας στο παρόν. Ο Σωκράτης επανέρχεται σε αυτήν την θεωρία και τονίζει, ότι η ανάμνηση παρουσιάζεται, όταν αναφερόμαστε σε μίαν έννοια ιδεατή, την οποία ίσως γνωρίσαμε, προτού να ζήσουμε σε αυτόν τον κόσμο. Αυτό αποδεικνύεται, καθώς οι άνθρωποι, όταν καθοδηγούνται σωστά, βρίσκουν μόνοι του την αλήθεια, την οποία ποτέ πιο πριν δεν διδάχτηκαν στην ζωή. Άλλωστε κάθε ανάμνηση προϋποθέτει προηγούμενη γνώση, η οποία ανακαλείται στην μνήμη, όταν βλέπουμε όμοιες ή παρόμοιες παραστάσεις. Μαζί με την ανάπλαση ομοίων παραστάσεων συνδέεται και η κρίση μας για την ομοιότητα ή μη αυτής της παράστασης προς την παλιότερη" επειδή η λειτουργία των αισθήσεων, από τις οποίες αποκτούμε τις παραστάσεις των αισθήσεων, αρχίζει με την γέννηση, οι ιδέες, με τις οποίες συγκρίνουμε τα αισθητά, είναι ήδη γνωστές, από εκείνη την στιγμή, καθώς θα έχουμε ασφαλώς γνωρίσει αυτές τις ιδέες πριν από την γέννηση.
Αν γνωρίζουμε κάποιες ιδέες πριν από την γέννηση ή αν έχουμε αυτές, καθώς γεννιόμαστε και για όλη μας την ζωή ή αν τις χάσαμε κατά την γέννηση, τις αποκτούμε ύστερα με την βοήθεια των αισθήσεων, με την ανάμνηση, δηλαδή με την ανάπλαση από όμοια ή
Αν γνωρίζουμε κάποιες ιδέες πριν από την γέννηση ή αν έχουμε αυτές, καθώς γεννιόμαστε και για όλη μας την ζωή ή αν τις χάσαμε κατά την γέννηση, τις αποκτούμε ύστερα με την βοήθεια των αισθήσεων, με την ανάμνηση, δηλαδή με την ανάπλαση από όμοια ή ανόμοια. Αν, λοιπόν, η πρώτη απόδειξη ήταν σωστή, τότε οι άνθρωποι για όλη τους την ζωή θα κατέχουν την γνώση της αλήθειας. Η πείρα, όμως, διαψεύδει αυτό ακριβώς. Από εδώ αληθεύει η δεύτερη. Οι ψυχές έλαβαν την γνώση πριν από την γέννηση μας και, όπως ήδη αποδείχτηκε, έχουν γνωστική δύναμη. Άρα προϋπάρχουν της γεννήοεως. Μία τρίτη υπόθεση, ότι δηλαδή παίρνουμε την γνώση κατά την γέννηση και την αποβάλλουμε αμέσως κατά την διάρκεια της, είναι γελοία. Είναι ανάγκη, λοιπόν, μετά από αυτήν την λογική αναγκαιότητα, κατά την οποία δεχόμαστε την ύπαρξη των ιδεών και την γνώση τους πριν από την γέννηση μας, να δεχτούμε, ότι η ψυχή μας, αυτή που γνωρίζει αυτά, προϋπήρξε της γεννήσεως μας (Κεφ. 18-22). Στην ερώτηση του Κέβητος σχετικά με την ύπαρξη της ψυχής μετά τον θάνατο, ο Σωκράτης απαντά, ότι, όπως αποδείξαμε μέχρι τώρα "ά,τι ξη γεννιέται απ' αυτό, που είναι πεθαμένο". Άρα, αν η ψυχή υπάρχει πριν από την γέννηση και αν γεννιέται, όταν έρχεται στην ζωή, αυτή της η γέννηση δεν έχει άλλη προέλευση παρά την κατάσταση του θανάτου. Τότε πώς η ψυχή υπάρχει, ιδίως μετά τον θάνατο της, μια και οφείλει να ξαναγεννηθεί; Ο Σωκράτης κάνει την σύνδεση των δύο επιχειρημάτων: Των αντιθέτων και της ανάμνησης. Αν η ανάμνηση αποδεικνύει την ύπαρξη των ψυχών, το επιχείρημα των αντιθέτων αποδεικνύει, ότι οι ψυχές, που επιζούν, είναι εκείνες των πεθαμένων. Αν η ψυχή υπάρχει πριν από την ενσώματη ζωή και αν δεν μπορεί να έρθει στην ζωή από καμμιά άλλη κατάσταση παρά μόνον από τον θάνατο, είναι απαραίτητο, αφού εγκαταλείψει το σώμα, να συνεχίζει να ζει, για να μπορέσει να ξαναγεννηθεί στην ζωή. Η ανάμνηση χρησιμοποιείται για την ολοκλήρωση του πρώτου επιχειρήματος. Η ύπαρξη της ψυχής μετά τον θάνατο χαρακτηρίζεται, όπως άλλωστε και στην πρωτύτερη ύπαρξη της, από την ικανότητα της σκέψης. Tα δύο πρώτα επιχειρήματα αποτελούν ένα σύνολο, αλλά η απόδειξη της αθανασίας της ψυχής είναι ακόμα ελλιπής, όπως προσδιορίζει ο Πλάτων, δείχνοντας, ou ο Σιμμίας και ο Κέβης δεν έχουν ακόμα πειστεί, πώς η ψυχή μπορεί να διατηρηθεί μετά τον θάνατο. Για να συμπληρωθεί η σκέψη, δεν μένει παρά να αποδειχτεί, ότι η ψυχή ανήκει στην φύση των εννοιών, είναι άρα απλή και ασώματη (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ.23). Η βάση, στην οποία στηρίζεται το τρίτο επιχείρημα είναι, ότι "το όμοιο είναι γνωστό από το όμοιο". Είναι ανάγκη, όμως, να μελετηθεί βαθύτερα το θέμα του θανάτου, με σκοπό να νικηθεί τελικά ο φόβος του. Ο Σωκράτης επιχειρεί την απόδειξη του τρίτου επιχειρήματος λέγοντας, πως κάθε τι σύνθετο μπορεί να διαλυθεί, κάθε απλό, όμως, είναι αδιάλυτο. Αυτό, που αλλοιώνεται συνεχώς, είναι σύνθετο, ενώ το αναλλοίωτο είναι απλό. Tα αισθητά είναι αντιληπτά με τις αισθήσεις, ενώ οι ιδέες, που είναι αόρατες, γίνονται αντιληπτές με το πνεύμα. Από τα όντα άλλα είναι ορατά και άλλα αόρατα, και από αυτά τα ορατά είναι μεταβλητά, ενώ τα αόρατα αμετάβλητα και αναλλοίωτα. Από αυτά τα δύο συστατικά του ανθρώπου είναι: το σώμα ορατό και η ψυχή αόρατη. Επειδή, όμως, τις ιδέες τις αντιλαμβανόμαστε μόνο με την ψυχή - και τις αντιλαμβανόμαστε καλύτερα, όσο περισσότερο η ψυχή είναι απαλλαγμένη από την επιρροή του σώματος - η ψυχή είναι όμοια με τις αθάνατες και αναλλοίωτες ιδέες, ενώ το σώμα με τα αισθητά. Επειδή η ψυχή μοιάζει με το θείο και την αρχικότητα, συνεπάγεται ότι, αφού είναι όμοια με το θείο και τις ιδέες, έχει και όλες τις ιδιότητες τους. Είναι δηλαδή θεία, αθάνατη, νοητή, απλή, αδιάλυτος, καθώς δεν μπορεί να διαλυθεί από τον άνεμο και αναλλοίωτη. Το αντίθετο είναι το σώμα.
Η δεύτερη απόδειξη των αντιθέτων έχει ως εξής; Κάθε πράγμα είναι αυτό που είναι, μόνον επειδή συμμετέχει σε μίαν ορισμένη ιδέα. Καμμία ιδέα δεν μπορεί να δεχτεί το αντίθετο της. Χωρίς αμφιβολία, ένα συγκεκριμένο υποκείμενο μπορεί να είναι μεγάλο ή μικρό, ανάλογα με την περίπτωση, αλλά η ιδέα της μεγαλοσύνης σε καμμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να δεχτεί την μικρότητα ή και το αντίθετο. Έτσι, τα συγκεκριμένα και ατομικά πράγματα, των οποίων η ουσία υπονοεί μόνον τον ένα από τους δύο αντίθετους όρους, είναι απρόσιτα το ένα στο άλλο. Δεν είναι μόνον η ιδέα της ομοιότητας, που δεν θα μπορούσε να δεχτεί την ιδέα της ανομοιότητας, αλλά ένας οποιοσδήποτε ζυγός αριθμός δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει μονός ή, ακόμα, to χιόνι δεν είναι περισσότερο προσιτό στην ζέστη απ' ότι η ιδέα του κρύου σε αυτήν του ζεστού.Άρα η ψυχή έχει για ουσία την ζωή, την οποία φέρει παντού μαζί της. Απορρίπτει επομένως το αντίθετο της, τον θάνατο, και όπως δεν υπάρχει άλλο δυνατό ξαναγέννημα της ζωής παρά μόνο ο θάνατος, η "ψυχή είναι άφθαρτη (Πλάτωνος Φαίδων, κεφ. 50-56).Μετά από αυτά ο Πλάτων περιγράφει, όπως φαντάζεται, την Γή εσωτερικά κα εξωτερικά, καθώς και την κρίση των ψυχών στον Άδη. Εκεί οι ψυχές των κακών. αναλόγως, βέβαια, με τα εγκλήματα, που έκαναν στη ζωή, θα τιμωρηθούν ή θα καθαρθούν, ενώ οι ψυχές των αγαθών θα αμειφθούν και περισσότερο όσες καθάρ θηκαν στην Γή με την φιλοσοφία (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 57-63) Επειδή η ώρα του θανάτου του Σωκράτους πλησίαζε, ο Κρίτων ζήτησε από αυτόν να τού πει τις τελευταίες επιθυμίες του. Ο Σωκράτης εγκαταλείπει το δωμάτιο του, για να λουστεί και οι μαθητές του θρηνούν. Μόλις επέστρεψε, ο υπηρέτης των ένδεκα τον ειδοποίησε να ετοιμαστεί. Ο Σωκράτης, χωρίς να περιμένει την δύση, ζητάει να τού φέρουν το κώνειο. Το πίνει ατάραχος, ενθαρρύνει του μαθητές του και πεθαίνει ήσυχος. Ο Φαίδων τελειώνει την αφήγηση του, μιλώντας με συγκινητικό τρόπο για τον δάσκαλο του. Στη δύσκολη διαδρομή ομως ο ανθρωπος θα αναζητήσει, τη βοήθεια ενός φωτισμένου δασκάλου, μιας σχολής φιλοσοφίας, μιας οργανωμένης πολιτείας. Θα αντλήσει όμως δύναμη και από έναν ανέλπιστο εσωτερικό σύμμαχο. Πρόκειται για τον έρωτα, την πιο ισχυρή και πιο πολύπλοκη από όλες τις ανθρώπινες επιθυμίες. Η ερωτική έλξη ξεκινά ως άλογο πάθος, έχει όμως τη δυνατότητα να μετασχηματιστεί σε ένα είδος θεϊκής μανίας, που ωθεί τον άνθρωπο προς την ένωση με τις Ιδέες. Για τον Πλάτωνα ο έρωτας έχει κάτι το φιλοσοφικό, γιατί όπως ο φιλόσοφος βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και στην άγνοια έτσι και ο έρωτας, που είναι εξ ορισμού ανικανοποίητος, είναι ένας δαίμων που παλινδρομεί ανάμεσα στην έλλειψη και στην πλήρωση, στην ασχήμια και στην ωραιότητα, στη θνητότητα και στην αθανασία: «Η σοφία ανήκει στα ωραιότερα πράγματα, ο Έρωτας είναι έρωτας προς το ωραίο, άρα κατ᾽ ανάγκην ο Έρωτας είναι φιλόσοφος. Και ως φιλόσοφος που είναι, βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και την αμάθεια» (Συμπόσιον 204b). ΣτοΣυμπόσιο, τον ωραιότερό του ίσως διάλογο, ο Πλάτων σκιαγραφεί μια κλίμακα ερωτικής ανάβασης που διαδοχικά καλύπτει την έλξη προς τα ωραία σώματα, την έλξη προς τις ωραίες ψυχές, την έλξη προς τις ωραίες δημιουργίες και μαθήσεις, για να καταλήξει στην αποκάλυψη ότι το πραγματικό κίνητρο του έρωτα είναι η ταύτισή του με το ιδεατό Ωραίο, με την Ιδέα του ωραιότητας. Όποιος λοιπόν διαπαιδαγωγηθεί σωστά στην ερωτική τέχνη και μάθει να βλέπει σωστά τη μία μετά την άλλη τις διάφορες μορφές του ωραίου, όταν φτάσει στο τέρμα της ερωτικής μυσταγωγίας, θα αντικρίσει ξαφνικά ένα κάλλος αξιοθαύμαστο - εκείνο ακριβώς το κάλλος χάριν του οποίου καταβλήθηκαν όλες οι προηγούμενες προσπάθειες. […] Αυτό το Ωραίο είναι κάτι αυθύπαρκτο, ενιαίο στη μορφή, αιώνιο· όλα τα άλλα ωραία πράγματα μετέχουν σ᾽ αυτό με τέτοιο τρόπο, ώστε ενώ εκείνα γεννιούνται και πεθαίνουν, αυτό ούτε αυξάνεται ούτε μειώνεται ούτε υφίσταται την παραμικρή αλλαγή.Η προνομιακή σχέση του έρωτα προς το Ωραίο, που εκδηλώνεται με την έλξη του προς κάθε ωραία αισθητή μορφή, πράξη ή πραγμάτωση, ανοίγει μια επίγεια προοπτική προς τις Ιδέες. Ο Πλάτων παραδέχεται ότι στον κόσμο που ζούμε «είναι δυσθεώρητες η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη και όσα άλλα είναι πολύτιμα για τις ψυχές». Από τις πλατωνικές Ιδέες, «μόνο το κάλλος είχε τη μοίρα να είναι κάτι κατάφωτο και αξιαγάπητο» (Φαίδρος 250b-d), και σε αυτό μπορεί να μας οδηγήσει η θεϊκή μανία του έρωτα.
•
•
Από το προηγούμενο συμπέρασμα του, ο Σωκράτης υποστηρίζει, ότι ο αληθινός φιλόσοφος του οποίου όλη η ζωή είναι προετοιμασία για τον θάνατο, χαίρεται, όταν πεθαίνει, καθώς μόνον μετά τον θάνατο, όταν δηλαδή η ψυχή είναι απαλλαγμένη από το σώμα, θα βρει την γνώση της αλήθειας. Σύμφωνα με αυτό ο αληθινός φιλόσοφο; έχει την αληθινή ανδρεία, αφού δεν φοβάται τον θάνατο, και την αληθινή σύνεση, αφού παραμελεί το σώμα του και τις ηδονές, που αυτό μπορεί να του πρόσφερα· αντίθετα η σύνεση και η ανδρεία των πολλών είναι παρωδίες της αρετής και, κατά του ιδρυτές των μυστηρίων, αυτός που θα έχει καθαρθεί, θα κατοικεί στον Άδη με τους θεούς και με αγαθούς φίλους. Επομένως ο φιλόσοφος, που επιζητεί τον θάνατο δεν πρέπει να τον φοβάται (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 12,13).Σε ένσταση του Κέβητος, ότι η χαρά του φιλοσόφου, όταν πεθαίνει είναι δίκαιολογημένη μόνον υπό την προϋπόθεση, ότι η ψυχή είναι αθάνατη, ο Σωκράτης αναλαμβάνει να αποδείξει, ότι υπάρχει η αθανασία της ψυχής. Συνακόλουθα ο Σωκράτης υποστηρίζει, ότι, κατά γενικό κανόνα, το αντίθετο δίνει γέννηση στο αντίθετο του και εξηγεί στην συνέχεια, ότι κάτι, που είναι μεγάλο, έγινε μεγάλο, εφόσον ήταν προηγουμένως πιο μικρό. Εάν αυτό, λέει, αληθεύει, συνεπάγεται, ότι τα αντίθετα διαδέχονται το ένα το άλλο χωρίς σταμάτημα. Π.χ. η κατάσταση της ζωής, αντίθετη στην κατάσταση του θανάτου, διαδέχεται τον θάνατο. Αυτό το πέρασμα από την μία κατάσταση σε μίαν άλλη μπορεί να πραγματοποιηθεί προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση, γιατί αν ένα πέρασμα δεν πραγματοποιείτο παρά μόνον προς μία κατεύθυνση, πάντα την ίδια, το κάθε τι θα έβρισκε τελικά μία σύγχυση σε μία ακίνητη μονάδα. Άρα, από την αρχή αυτή, που εφαρμόζεται στην αντίθεση μεταξύ ζωής και θανάτου, προκύπτει ότι δεν πρέπει μόνο να υπάρχει, όπως το δείχνει η εμπειρία, πέρασμα μόνο από την ζωή προς τον θάνατο, αλλά επίσης πέρασμα και από τον θάνατο στην ζωή. Ο θάνατος, λοιπόν, δεν είναι μια εξαφάνιση, αφού οι ψυχές των νεκρών βρίσκονται κάπου στον Άδη, για να μπορούν να επανέλθουν στην ζωή. Αν δεν υπήρχε η αναβίωση, η μετεμψύχωση, θα είχαμε ευθεία γραμμή από την ζωή στον θάνατο, και όχι κύκλο, οπότε τα πάντα θα εξαφανίζονταν (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 14-17). 0 διάλογος συνεχίζεται με μία παρατήρηση του Κέβητος, που θα φέρει το δεύτερο επιχείρημα. Ο Κέβης λέει, ότι, σύμφωνα με την θεωρία της ανάμνησης, έχουμε οπωσδήποτε μάθει παλαιότερα αυτό, που ξαναβρίσκει το μυαλό μας στο παρόν. Ο Σωκράτης επανέρχεται σε αυτήν την θεωρία και τονίζει, ότι η ανάμνηση παρουσιάζεται, όταν αναφερόμαστε σε μίαν έννοια ιδεατή, την οποία ίσως γνωρίσαμε, προτού να ζήσουμε σε αυτόν τον κόσμο. Αυτό αποδεικνύεται, καθώς οι άνθρωποι, όταν καθοδηγούνται σωστά, βρίσκουν μόνοι του την αλήθεια, την οποία ποτέ πιο πριν δεν διδάχτηκαν στην ζωή. Άλλωστε κάθε ανάμνηση προϋποθέτει προηγούμενη γνώση, η οποία ανακαλείται στην μνήμη, όταν βλέπουμε όμοιες ή παρόμοιες παραστάσεις. Μαζί με την ανάπλαση ομοίων παραστάσεων συνδέεται και η κρίση μας για την ομοιότητα ή μη αυτής της παράστασης προς την παλιότερη" επειδή η λειτουργία των αισθήσεων, από τις οποίες αποκτούμε τις παραστάσεις των αισθήσεων, αρχίζει με την γέννηση, οι ιδέες, με τις οποίες συγκρίνουμε τα αισθητά, είναι ήδη γνωστές, από εκείνη την στιγμή, καθώς θα έχουμε ασφαλώς γνωρίσει αυτές τις ιδέες πριν από την γέννηση.
Αν γνωρίζουμε κάποιες ιδέες πριν από την γέννηση ή αν έχουμε αυτές, καθώς γεννιόμαστε και για όλη μας την ζωή ή αν τις χάσαμε κατά την γέννηση, τις αποκτούμε ύστερα με την βοήθεια των αισθήσεων, με την ανάμνηση, δηλαδή με την ανάπλαση από όμοια ή
Αν γνωρίζουμε κάποιες ιδέες πριν από την γέννηση ή αν έχουμε αυτές, καθώς γεννιόμαστε και για όλη μας την ζωή ή αν τις χάσαμε κατά την γέννηση, τις αποκτούμε ύστερα με την βοήθεια των αισθήσεων, με την ανάμνηση, δηλαδή με την ανάπλαση από όμοια ή ανόμοια. Αν, λοιπόν, η πρώτη απόδειξη ήταν σωστή, τότε οι άνθρωποι για όλη τους την ζωή θα κατέχουν την γνώση της αλήθειας. Η πείρα, όμως, διαψεύδει αυτό ακριβώς. Από εδώ αληθεύει η δεύτερη. Οι ψυχές έλαβαν την γνώση πριν από την γέννηση μας και, όπως ήδη αποδείχτηκε, έχουν γνωστική δύναμη. Άρα προϋπάρχουν της γεννήοεως. Μία τρίτη υπόθεση, ότι δηλαδή παίρνουμε την γνώση κατά την γέννηση και την αποβάλλουμε αμέσως κατά την διάρκεια της, είναι γελοία. Είναι ανάγκη, λοιπόν, μετά από αυτήν την λογική αναγκαιότητα, κατά την οποία δεχόμαστε την ύπαρξη των ιδεών και την γνώση τους πριν από την γέννηση μας, να δεχτούμε, ότι η ψυχή μας, αυτή που γνωρίζει αυτά, προϋπήρξε της γεννήσεως μας (Κεφ. 18-22). Στην ερώτηση του Κέβητος σχετικά με την ύπαρξη της ψυχής μετά τον θάνατο, ο Σωκράτης απαντά, ότι, όπως αποδείξαμε μέχρι τώρα "ά,τι ξη γεννιέται απ' αυτό, που είναι πεθαμένο". Άρα, αν η ψυχή υπάρχει πριν από την γέννηση και αν γεννιέται, όταν έρχεται στην ζωή, αυτή της η γέννηση δεν έχει άλλη προέλευση παρά την κατάσταση του θανάτου. Τότε πώς η ψυχή υπάρχει, ιδίως μετά τον θάνατο της, μια και οφείλει να ξαναγεννηθεί; Ο Σωκράτης κάνει την σύνδεση των δύο επιχειρημάτων: Των αντιθέτων και της ανάμνησης. Αν η ανάμνηση αποδεικνύει την ύπαρξη των ψυχών, το επιχείρημα των αντιθέτων αποδεικνύει, ότι οι ψυχές, που επιζούν, είναι εκείνες των πεθαμένων. Αν η ψυχή υπάρχει πριν από την ενσώματη ζωή και αν δεν μπορεί να έρθει στην ζωή από καμμιά άλλη κατάσταση παρά μόνον από τον θάνατο, είναι απαραίτητο, αφού εγκαταλείψει το σώμα, να συνεχίζει να ζει, για να μπορέσει να ξαναγεννηθεί στην ζωή. Η ανάμνηση χρησιμοποιείται για την ολοκλήρωση του πρώτου επιχειρήματος. Η ύπαρξη της ψυχής μετά τον θάνατο χαρακτηρίζεται, όπως άλλωστε και στην πρωτύτερη ύπαρξη της, από την ικανότητα της σκέψης. Tα δύο πρώτα επιχειρήματα αποτελούν ένα σύνολο, αλλά η απόδειξη της αθανασίας της ψυχής είναι ακόμα ελλιπής, όπως προσδιορίζει ο Πλάτων, δείχνοντας, ou ο Σιμμίας και ο Κέβης δεν έχουν ακόμα πειστεί, πώς η ψυχή μπορεί να διατηρηθεί μετά τον θάνατο. Για να συμπληρωθεί η σκέψη, δεν μένει παρά να αποδειχτεί, ότι η ψυχή ανήκει στην φύση των εννοιών, είναι άρα απλή και ασώματη (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ.23). Η βάση, στην οποία στηρίζεται το τρίτο επιχείρημα είναι, ότι "το όμοιο είναι γνωστό από το όμοιο". Είναι ανάγκη, όμως, να μελετηθεί βαθύτερα το θέμα του θανάτου, με σκοπό να νικηθεί τελικά ο φόβος του. Ο Σωκράτης επιχειρεί την απόδειξη του τρίτου επιχειρήματος λέγοντας, πως κάθε τι σύνθετο μπορεί να διαλυθεί, κάθε απλό, όμως, είναι αδιάλυτο. Αυτό, που αλλοιώνεται συνεχώς, είναι σύνθετο, ενώ το αναλλοίωτο είναι απλό. Tα αισθητά είναι αντιληπτά με τις αισθήσεις, ενώ οι ιδέες, που είναι αόρατες, γίνονται αντιληπτές με το πνεύμα. Από τα όντα άλλα είναι ορατά και άλλα αόρατα, και από αυτά τα ορατά είναι μεταβλητά, ενώ τα αόρατα αμετάβλητα και αναλλοίωτα. Από αυτά τα δύο συστατικά του ανθρώπου είναι: το σώμα ορατό και η ψυχή αόρατη. Επειδή, όμως, τις ιδέες τις αντιλαμβανόμαστε μόνο με την ψυχή - και τις αντιλαμβανόμαστε καλύτερα, όσο περισσότερο η ψυχή είναι απαλλαγμένη από την επιρροή του σώματος - η ψυχή είναι όμοια με τις αθάνατες και αναλλοίωτες ιδέες, ενώ το σώμα με τα αισθητά. Επειδή η ψυχή μοιάζει με το θείο και την αρχικότητα, συνεπάγεται ότι, αφού είναι όμοια με το θείο και τις ιδέες, έχει και όλες τις ιδιότητες τους. Είναι δηλαδή θεία, αθάνατη, νοητή, απλή, αδιάλυτος, καθώς δεν μπορεί να διαλυθεί από τον άνεμο και αναλλοίωτη. Το αντίθετο είναι το σώμα.
Η δεύτερη απόδειξη των αντιθέτων έχει ως εξής; Κάθε πράγμα είναι αυτό που είναι, μόνον επειδή συμμετέχει σε μίαν ορισμένη ιδέα. Καμμία ιδέα δεν μπορεί να δεχτεί το αντίθετο της. Χωρίς αμφιβολία, ένα συγκεκριμένο υποκείμενο μπορεί να είναι μεγάλο ή μικρό, ανάλογα με την περίπτωση, αλλά η ιδέα της μεγαλοσύνης σε καμμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να δεχτεί την μικρότητα ή και το αντίθετο. Έτσι, τα συγκεκριμένα και ατομικά πράγματα, των οποίων η ουσία υπονοεί μόνον τον ένα από τους δύο αντίθετους όρους, είναι απρόσιτα το ένα στο άλλο. Δεν είναι μόνον η ιδέα της ομοιότητας, που δεν θα μπορούσε να δεχτεί την ιδέα της ανομοιότητας, αλλά ένας οποιοσδήποτε ζυγός αριθμός δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει μονός ή, ακόμα, to χιόνι δεν είναι περισσότερο προσιτό στην ζέστη απ' ότι η ιδέα του κρύου σε αυτήν του ζεστού.Άρα η ψυχή έχει για ουσία την ζωή, την οποία φέρει παντού μαζί της. Απορρίπτει επομένως το αντίθετο της, τον θάνατο, και όπως δεν υπάρχει άλλο δυνατό ξαναγέννημα της ζωής παρά μόνο ο θάνατος, η "ψυχή είναι άφθαρτη (Πλάτωνος Φαίδων, κεφ. 50-56).Μετά από αυτά ο Πλάτων περιγράφει, όπως φαντάζεται, την Γή εσωτερικά κα εξωτερικά, καθώς και την κρίση των ψυχών στον Άδη. Εκεί οι ψυχές των κακών. αναλόγως, βέβαια, με τα εγκλήματα, που έκαναν στη ζωή, θα τιμωρηθούν ή θα καθαρθούν, ενώ οι ψυχές των αγαθών θα αμειφθούν και περισσότερο όσες καθάρ θηκαν στην Γή με την φιλοσοφία (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 57-63) Επειδή η ώρα του θανάτου του Σωκράτους πλησίαζε, ο Κρίτων ζήτησε από αυτόν να τού πει τις τελευταίες επιθυμίες του. Ο Σωκράτης εγκαταλείπει το δωμάτιο του, για να λουστεί και οι μαθητές του θρηνούν. Μόλις επέστρεψε, ο υπηρέτης των ένδεκα τον ειδοποίησε να ετοιμαστεί. Ο Σωκράτης, χωρίς να περιμένει την δύση, ζητάει να τού φέρουν το κώνειο. Το πίνει ατάραχος, ενθαρρύνει του μαθητές του και πεθαίνει ήσυχος. Ο Φαίδων τελειώνει την αφήγηση του, μιλώντας με συγκινητικό τρόπο για τον δάσκαλο του. Στη δύσκολη διαδρομή ομως ο ανθρωπος θα αναζητήσει, τη βοήθεια ενός φωτισμένου δασκάλου, μιας σχολής φιλοσοφίας, μιας οργανωμένης πολιτείας. Θα αντλήσει όμως δύναμη και από έναν ανέλπιστο εσωτερικό σύμμαχο. Πρόκειται για τον έρωτα, την πιο ισχυρή και πιο πολύπλοκη από όλες τις ανθρώπινες επιθυμίες. Η ερωτική έλξη ξεκινά ως άλογο πάθος, έχει όμως τη δυνατότητα να μετασχηματιστεί σε ένα είδος θεϊκής μανίας, που ωθεί τον άνθρωπο προς την ένωση με τις Ιδέες. Για τον Πλάτωνα ο έρωτας έχει κάτι το φιλοσοφικό, γιατί όπως ο φιλόσοφος βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και στην άγνοια έτσι και ο έρωτας, που είναι εξ ορισμού ανικανοποίητος, είναι ένας δαίμων που παλινδρομεί ανάμεσα στην έλλειψη και στην πλήρωση, στην ασχήμια και στην ωραιότητα, στη θνητότητα και στην αθανασία: «Η σοφία ανήκει στα ωραιότερα πράγματα, ο Έρωτας είναι έρωτας προς το ωραίο, άρα κατ᾽ ανάγκην ο Έρωτας είναι φιλόσοφος. Και ως φιλόσοφος που είναι, βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και την αμάθεια» (Συμπόσιον 204b). ΣτοΣυμπόσιο, τον ωραιότερό του ίσως διάλογο, ο Πλάτων σκιαγραφεί μια κλίμακα ερωτικής ανάβασης που διαδοχικά καλύπτει την έλξη προς τα ωραία σώματα, την έλξη προς τις ωραίες ψυχές, την έλξη προς τις ωραίες δημιουργίες και μαθήσεις, για να καταλήξει στην αποκάλυψη ότι το πραγματικό κίνητρο του έρωτα είναι η ταύτισή του με το ιδεατό Ωραίο, με την Ιδέα του ωραιότητας. Όποιος λοιπόν διαπαιδαγωγηθεί σωστά στην ερωτική τέχνη και μάθει να βλέπει σωστά τη μία μετά την άλλη τις διάφορες μορφές του ωραίου, όταν φτάσει στο τέρμα της ερωτικής μυσταγωγίας, θα αντικρίσει ξαφνικά ένα κάλλος αξιοθαύμαστο - εκείνο ακριβώς το κάλλος χάριν του οποίου καταβλήθηκαν όλες οι προηγούμενες προσπάθειες. […] Αυτό το Ωραίο είναι κάτι αυθύπαρκτο, ενιαίο στη μορφή, αιώνιο· όλα τα άλλα ωραία πράγματα μετέχουν σ᾽ αυτό με τέτοιο τρόπο, ώστε ενώ εκείνα γεννιούνται και πεθαίνουν, αυτό ούτε αυξάνεται ούτε μειώνεται ούτε υφίσταται την παραμικρή αλλαγή.Η προνομιακή σχέση του έρωτα προς το Ωραίο, που εκδηλώνεται με την έλξη του προς κάθε ωραία αισθητή μορφή, πράξη ή πραγμάτωση, ανοίγει μια επίγεια προοπτική προς τις Ιδέες. Ο Πλάτων παραδέχεται ότι στον κόσμο που ζούμε «είναι δυσθεώρητες η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη και όσα άλλα είναι πολύτιμα για τις ψυχές». Από τις πλατωνικές Ιδέες, «μόνο το κάλλος είχε τη μοίρα να είναι κάτι κατάφωτο και αξιαγάπητο» (Φαίδρος 250b-d), και σε αυτό μπορεί να μας οδηγήσει η θεϊκή μανία του έρωτα.
•
•
Ο Σωκράτης, προσπαθώντας να αποκρούσει φαινομενική αντίφαση, λέει, ότι αν ο
χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι θάνατος, ο φιλόσοφος, επειδή παραμελεί το
σώμα και φροντίζει την ψυχή, επειδή χωρίζει δηλαδή το σώμα από την ψυχή,
διώχνει τον θάνατο. Έτσι ο φιλόσοφος στην ζωή κυνηγά την γνώση της αλήθειας. Σ'
αυτήν φτάνει όχι με τις αισθήσεις, που μπορεί να τον ξεγελάσουν αλλά μόνο με
την σκέψη, δηλαδή μέσω καθαρής διανοητικής εργασίας. Πράγματι το σώμα με τις
αδυναμίες του μόνον εμπόδια φέρνει στην ψυχή, που κυνηγά την γνώση της
αλήθειας. Επομένως, η φιλοσοφία είναι εξάσκηση για τον θάνατο. Η αρετή
συνίσταται στην απαλλαγή της ψυχής από τις επιθυμίες του σώματος (Πλάτωνος,
Φαίδων, κεφ. 9-11).
Έτσι το σώμα είναι διαλυτό, η ψυχή αδιάλυτη, αλλά αν κάποια σώματα και ιδίως
κάποια τμήματα τους είναι και μετά τον θάνατο αδιάλυτα, όπως τα ταριχευμένα
σώματα, π.χ. τα οστά, σχεδόν αθάνατα, πολύ περισσότερο αθάνατη οφείλει να
είναι η ψυχή, και μάλιστα αν έμενε κατά την ζωή καθαρή από το σώμα (Πλάτωνος
Φαίδων, Κεφ. 24-29). Οι ψυχές των φαύλων, καθώς είναι συνδεδεμένες με τα
σώματα και βεβαρημένες από τις επιθυμίες τους, έλκονται στην γη και μετά τον
θάνατο, ώσπου να ενταχθούν σε νέο σώμα. Έτσι, οι ψυχές αυτών εντάσσονται σε
σώματα ζώων, που έχουν ανάλογα ήθη με αυτές. Στους θεούς φτάνουν μόνον οι αληθινοί φιλόσοφοι, αυτοί που
αυστηρά απέχουν από τις σωματικές επιθυμίες και έχουν καθάρει την ψυχή τους με
την φιλοσοφία. Η φιλοσοφία, όταν βρίσκει την ψυχή του φιλοσόφου φυλακισμένη στο
σώμα και αξιοθρήνητη, ζητά να λύσει τα δεσμά της, με το να διδάσκει, ότι οι
αισθήσεις είναι απατηλές, οι ηδονές και οι λύπες την καθηλώνουν στο σώμα, με
το οποίο αναγκάζεται να γίνει ομόδοξη, ομότροπη και ομότροφη, ανίκανη να
ανέλθει στην κοινωνία των θεών. Μόνον η φρόνηση οδηγεί στην αλήθεια. Η ψυχή, που
καθοδηγείται από την φιλοσοφία και επιδιώκει την καθαρή αλήθεια στην ζωή, μετά
τον θάνατο απέρχεται στους θεούς, χωρίς να φοβάται μήπως στην πορεία διαλυθεί
από τους ανέμους (Πλάτωνος, Φαίδων, Κεφ. 30-34). Ενώ όλοι σιωπούν, ο Σιμμίας και ο Κέβης είναι
στενοχωρημένοι. Αμφιβάλλουν και διστάζουν να μιλήσουν. Ο Σωκράτης, όμως, που το
κατάλαβε, τους προτρέπει να μιλήσουν χωρίς δισταγμό. Ο Σιμμίας, λοιπόν,
συγκρίνει την ψυχή με την αρμονία και το σώμα με την λύρα και τις χορδές της.
Λέει, ότι η αρμονία είναι πράγμα αόρατο, ασώματο, τέλειο στην κουρδισμένη λύρα,
αλλά η λύρα αυτή καθαυτή και οι χορδές της είναι σώματα, επομένως συγγενικά με
την θνητή φύση. Ας υποθέσουμε, ότι η λύρα σπάει και ότι οι χορδές της κόβονται.
Η αρμονία θα καταστραφεί. Τότε ποιο θα είναι το πρώτο πράγμα, που θα δεχτεί την
φθορά; Η αρμονία ή η λύρα; (Κεφ. 35-36). 0 Κέβης δέχεται, ότι η ψυχή είναι ισχυρότερη και πιο
μακρόζωη από το σώμα, αλλά νομίζει, ότι και αυτή στο τέλος, καθώς διέρχεται
μέσα από πολλά σώματα εξαντλείται και πεθαίνει. Όπως ο υφαντής, αφού υφάνει
πολλά ιμάτια και τα κατατρίψει, στο τέλος πεθαίνει, έτσι και η ψυχή αφού φθαρεί
σε πολλά σώματα, στο τέλος εξαντλείται η ίδια και φθείρεται. Με αυτήν την
αντίρρηση οι παρευρισκόμενοι, αν και προηγουμένως είχαν πεισθεί, τώρα αρχίζουν
να δυσπιστούν. Ο Εχεκράτης, που διακόπτει τον Φαίδωνα κατά την αφήγηση του,
δικαιώνει αυτούς (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 37,38). 0 Σωκράτης παραδέχεται, ότι το ζήτημα δεν είναι απλό.. Μόνο μία
ατυχία δεν πρέπει να τους καταβάλλει: μεταξύ των επιχειρημάτων συμβαίνει, ό,τι
συμβαίνει και μεταξύ των ανθρώπων. Από αυτούς πολλοί είναι μέτριοι αλλά
ελάχιστοι οι εξαιρετικοί. Δεν πρέπει λοιπόν να μιλούν με μισόλογα, αλλά να
ζητήσουν νέα επιχειρήματα (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 39-40). Ο Σωκράτης
επαναλαμβάνει την άποψη του Σιμμία και αποδεικνύει: α) ότι αυτή βρίσκεται σε
αντίφαση προς την θεωρία της ανάμνησης, γιατί αν η ψυχή ήταν αρμονία, δεν θα
ήταν νοητή η προΰπαρξη της ψυχής, β) ότι η αρμονία έχει διάφορους βαθμούς, ενώ
η ψυχή δεν έχει, γ) ότι αν η -ψυχή ήταν αρμονία, θα έπρεπε να ακολουθεί τα μέρη
στα οποία βρίσκεται, ενώ η ψυχή εναντιώνεται στο σώμα. Η ψυχή, άρα είναι
δύναμη, η οποία εξουσιάζει και διευθύνει το σώμα (Κεφ. 41-43). Μετά από αυτά ο
Σωκράτης έρχεται στην αντίρρηση του Κέβητος, ο οποίος παραδέχεται την ύπαρξη
της ψυχής αλλά αρνείται την αθανασία της. Έτσι, ο μεγάλος φιλόσοφος εκθέτει,
πώς κατέληξε να παραδεχτεί την θεωρία των ιδεών. Η φυσική φιλοσοφία των Ιώνων
εξετάζει, βέβαια, πλήθος δευτερευόντων στοιχείων ως αιτίων, αλλά δεν φτάνει
στην πρώτη αιτία. Ο Αναξαγόρας παραδέχεται, βέβαια, ότι ο νους είναι αιτία όλων
των πραγμάτων, αλλά συγχρόνως απέδιδε την αιτία στον αέρα, τον αιθέρα και σε
άλλα. Έτσι ο Σωκράτης αναγκάστηκε να χαράξει ίδια πορεία και να λύσει το
πρόβλημα, που τον απασχολεί. Αιτία λοιπόν της γέννησης και της φθοράς αλλά και
της ύπαρξης είναι μόνον η ιδέα, η ιδανική και η απόλυτη ύπαρξη με την παρουσία
και κοινωνία της οποίας είναι ο,τιδήποτε είναι και γίνονται, όσα γίνονται
(Πλάτωνος, Φαίδων Κεφ. 44-49).