διαβημα.. ανεβαινω στο βαθρο μου..και φωναζω μια λεξη με οση δυναμη υπαρχει στα πνευμονια και την ψυχη μου..βγαινει ο θυμος..βγαινει το παραπονο..τι θα απογινω χωρις την θλιψη μου..οταν δεν μενει λυπη μεσα στην ψυχη αδειαζει ο νους..η λυπη δεν ειναι κατασταση..ειναι συναισθημα..ερχεται και παρερχεται.. "μια ευλογια που με κραταει στο δικο σου το μηκος"..ξημερωματα..λεξεις..οινοπνευμα..μουσικη..ποσο κραταει μια ευτυχια?
ας μετρησουμε με μετρο τον χρονο.. "για να σε αγκαλιασω με καημο και τοσο να σε νιωσω..οσο ειναι τοπιο μυστικο τουτο εδω που ποθω να αποδωσω.."
"Σαν το παράπονο στη φράση: Εδώ και τώρα
Σαν το σπασμένο φαρμακείο στις δύο η ώρα
Σαν το καμένο το γήπεδο, σαν το αμόκ της μηχανής σου
μέσα απ’ τις βιτρίνας τα θρύψαλα ακούω τη ψυχή σου
Κι όπως σ’ ένα τοπίο μυστικό, αντικριστά στο κήτος
έτσι μια ευλογία που αγνοώ, με κρατάει στο δικό σου το μήκος
Μου `στειλαν μηνύματα οι βιαστικοί σου οι νάνοι
απ’ το παραλήρημα της χώρας σου που αυξάνει
Τρεις και μισή ξημερώματα, σαν διαδήλωση που πήζει
μαύρο γυαλί δίχως πρόσωπο και ξαφνικά ραγίζει
Και στου σκοτωμένου το σφυγμό, στο φλας του ασθενοφόρου
καθρεφτίζει κάτι απ’ την ηχώ του Θεού στο βυθό του Εωσφόρου
Οι ρυθμοί μου λύσσαξαν μα δεν κρατούν τον ήχο
της μοναξιάς σου όταν κλαις και χτυπάς τον τοίχο
Μες της αυγής το μισόφωτο σβήνω μίλια γραμμένης ύλης
να βρεις τη σελίδα κατάλευκη να μπεις και ν’ ανατείλεις
Μ’ ένα παρανάλωμα παντού, στη Θεϊκή σου αλήθεια
σαν φωτογραφία ενός παιδιού που μου λέει: Αναγνώστη βοήθεια
Θύρα επτά και Θύρα κάτω απ’ τις ερπύστριες
Όλα διαβήκαν απ’ τις γλώσσες τις στραγγαλίστριες
Κι όμως εγώ σ’ αφουγκράστηκα σαν λεξούλα ενός αγνώστου
κι όχι σαν μέρος του λόγου τους και του δικού τους πόστου
Για να σ’ αγκαλιάσω με καημό και τόσο να σε νιώσω
Όσο είναι τοπίο μυστικό τούτο εδώ που ποθώ ν’ αποδώσω"
ας μετρησουμε με μετρο τον χρονο.. "για να σε αγκαλιασω με καημο και τοσο να σε νιωσω..οσο ειναι τοπιο μυστικο τουτο εδω που ποθω να αποδωσω.."
"Σαν το παράπονο στη φράση: Εδώ και τώρα
Σαν το σπασμένο φαρμακείο στις δύο η ώρα
Σαν το καμένο το γήπεδο, σαν το αμόκ της μηχανής σου
μέσα απ’ τις βιτρίνας τα θρύψαλα ακούω τη ψυχή σου
Κι όπως σ’ ένα τοπίο μυστικό, αντικριστά στο κήτος
έτσι μια ευλογία που αγνοώ, με κρατάει στο δικό σου το μήκος
Μου `στειλαν μηνύματα οι βιαστικοί σου οι νάνοι
απ’ το παραλήρημα της χώρας σου που αυξάνει
Τρεις και μισή ξημερώματα, σαν διαδήλωση που πήζει
μαύρο γυαλί δίχως πρόσωπο και ξαφνικά ραγίζει
Και στου σκοτωμένου το σφυγμό, στο φλας του ασθενοφόρου
καθρεφτίζει κάτι απ’ την ηχώ του Θεού στο βυθό του Εωσφόρου
Οι ρυθμοί μου λύσσαξαν μα δεν κρατούν τον ήχο
της μοναξιάς σου όταν κλαις και χτυπάς τον τοίχο
Μες της αυγής το μισόφωτο σβήνω μίλια γραμμένης ύλης
να βρεις τη σελίδα κατάλευκη να μπεις και ν’ ανατείλεις
Μ’ ένα παρανάλωμα παντού, στη Θεϊκή σου αλήθεια
σαν φωτογραφία ενός παιδιού που μου λέει: Αναγνώστη βοήθεια
Θύρα επτά και Θύρα κάτω απ’ τις ερπύστριες
Όλα διαβήκαν απ’ τις γλώσσες τις στραγγαλίστριες
Κι όμως εγώ σ’ αφουγκράστηκα σαν λεξούλα ενός αγνώστου
κι όχι σαν μέρος του λόγου τους και του δικού τους πόστου
Για να σ’ αγκαλιάσω με καημό και τόσο να σε νιώσω
Όσο είναι τοπίο μυστικό τούτο εδώ που ποθώ ν’ αποδώσω"