Saturday, June 28, 2008



the lord of sadness takes my soul


breaks my heart


divides my nights


tear drops fall from the rainbow


and melt my sky


empty hands


empty days


cold silence comes always between


beat the beast in your heart


come from the neverland


and enlight my dreams


give life to my hopes


look at them they are bleeding


the years left them alone in the dark


they cant breath


a life for them a long lasting death


take my nights out of the dark


your voice a soft sweet melody


but i cant reach you


i cant see i cant breath


like the flower in the winter


without your light i am dying in the dark..

Wednesday, June 18, 2008




ηταν ενας ανθρωπος μονος..μονος και θλιμμενος -οπως οι περισσοτεροι- ζουσε σε εναν μαυρο πλανητη..μαυρο..μπορει και κοκκινο..ισως..ισως και πρασινο..ναι πρασινο! ηταν ενας ανθρωπος μονος που ζουσε σε εναν πραασινο πλανητη..δουλεια του ηταν να αναβοσβηνει τα αστερια..καθε μερα τα εσβηνε καθε νυχτα τα αναβε..ηταν ενας ανθρωπος μονος που καθε μερα κοιτουσε τους κομητες να χανονται.. συντροφια του ειχε μοναχα το φεγγαρι..τον ανθρωπο στο φεγγαρι που τραγουδουσε στις κοιλαδες του φεγγαριου..τις νυχτες προσεχε τα αστερια τους γλυκοψιθυριζε τα μαγευε για να φεγγουν πιο γλυκα..ηταν ενας ανθρωπος μονος με μονη συντροφια τα τραγουδια του φεγγαρανθρωπου..καποτε θυμαται αγαπησε μια μαγισσα..καποτε θυμαται αγαπησε τη μαυρη μαγισσα της θλιψης..



και ενα βραδυ ενα γλυκο κατακοκκινο βραδυ αναμεσα σε πετρες που χορευανε και ανθρωπους χωρις προσωπο της ορκιστηκε πως θα την προσεχει παντα..και η μαγισσα τον γητεψε ενα βραδυ που κοιμοταν εντυσε το προσωπο του με μια κοκκινη μασκα και η ματια του αλλαξε..ηταν ενας ανθρωπος μονος που νομιζε πως το θαυμα εγινε στην καρδια του..μα αυτην η μαγισσα δεν την εφτανε..τα μαγια της δεν ηταν αρκετα..περασαν μαζι χιλια χρονια και αλλα τοσα..αλλωστε τα λεπτα για αυτους παντα μετρουσαν αλλιως..χιλια χρονια ζησαν μαζι και εκατονταδες αιωνες..καθε μερα ηταν μια γιορτη..στα χρυσα ντυμενη σαν τον ηλιο το καταμεσημερο..ηταν ενας ανθρωπος μονος που ζουσε σε εναν πλανητη μαλλον πρασινο καποτε νομιζε οτι κρατουσε ολο τον κοσμο στα χερια του..καποτε νομιζε οτι ζουσε σε εναν κατακοκκινο κοσμο μα ηταν ευθραυστος και δεν τον προσεξε και αυτος σαν φυσαλιδα εσπασε σε χιλια μικρα κομματακια και σε αλλα τοσα σαν την ματια του..σαν την καρδια του..μια νυχτα με χιλια φεγγαρια να λαμπουν πανω απο τα κεφαλια τους η μαυρη μαγισσα του εδειξε τις νεραιδες η χαρα τους η λεπτοτητα τους τα αδεια ματια τους κατι εκλεψαν απο την ψυχη του..κλεψαν την μνημη του..γητιες μοιραζε η νυχτα και ληθη ανεβηκαν σε εναν κομητη και σε μια στιγμη χαθηκαν..σε μια στιγμη σε μια τοση δα μικρη στιγμουλα..φτασαν σε εναν μαυρο πλανητη..μπορει και κοκκινο..φτασαν σε εναν πρασινο πλανητη..δεν μπορουσε να δει..δεν ειχε πια ματια..τα μαγια της μαγισσας του χαθηκαν μαζι με εκεινη οταν την αφησε για να προλαβει τον κομητη..αδειασαν τα ματια του..ενιωθε στα ποδια του σταχτη..πρεπει να ηταν η καμενη του καρδια..τοτε τι ποναγε ακομα μεσα του?ηταν ενας ανθρωπος μονος..μονος και θλιμμενος χωρις ματια χωρις αγκαλια μονο με εναν πονο στην θεση της καρδιας..ζουσε σε εναν πλανητη πρασινο και καθε μερα εσβηνε τα αστερια..καποτε ειχε μια αγαπη..τωρα ειχε συντροφια τα τραγουδια του φεγγαρανθρωπου..καθε μερα στον υπνο του νομιζε οτι ακουγε το τραγουδι της μαγισσας του..ξυπνουσε με ανυπομονησια να την αντικρισει και εβλεπε μοναχα σκοταδι..το κυμα της θαλασσας του εφερνε την θλιψη της και τα κοχυλια αναπαρηγαγαν συνεχεια το βουβο της κλαμα..τα χερια του σβηστα κρεμονται πανω στο αδειο του κορμι..ενας ανθρωπος ετσι μονος με ματια αδειανα μαγεμενος μια νυχτα απο τις νεραιδες..το φεγγαρι του τραγουδαει να του απαλυνει τον πονο..μα το κλαμα του βουβο σκεπαζει με την ησυχια του καθε νοτα του..το τραγουδι του πνιγεται στο κυμα της θλιψης του..κλεινει τα ματια και αντικριζει παλι την μαγισσα του..κλεινει τα ματια να θυμηθει τον κοσμο πισω απο την κοκκινη μασκα του..ενας ανθρωπος μονος..αδειος..σε εναν αδειο πλανητη..χωρις την μαγισσα του..ενας ανθρωπος θλιμμενος..να αναβει και να σβηνει τα αστερια..χωρις σταματημο..και καθε νυχτα να σιγομουρμουριζει σαν προσευχη:

Ι
Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,μόνος,στόν Παράδεισο
Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.

ΙΙ.
Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν Εάν είναι αλήθεια Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουζαν γλυκά Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά Τά "πίστεψέ με" και τα "μή" Μιά στόν αέρα μιά στή μουσική Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω απότούς καταρράχτες Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό Στόν τοίχο μέ τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.
ΙΙΙ.
Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμεΑ κουστά σ’έχουν τά κύματα Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ" Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό Εξαργυρώνει:Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποιΕπειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένοΔέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.
ΙV.
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ’ακούς Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς Μαχαίρι Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς Είμ’εγώ,μ’ακούς Σ’αγαπώ,μ’ακούς Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβεςΘά’ρθει μέρα,μ’ακούς Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,ν’ακούς Τών ανθρώπων Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει Στά νερά ένα-- ένα , μ’ακούς Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς Τής αγάπης Μιά γιά πάντα τό κόψαμε Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς Δέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς Μές στή μέση τής θάλασσαςΑπό τό μόνο θέλημα τής αγάπης, μ’ακούς Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς Άκου,άκου Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς; Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.
V.
Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.
VI.
Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνάτής θάλασσας Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδίνεογέννητοΜόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο!
VII.
Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησίΑπαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερόκαι μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.
Οδυσσέας Ελύτης <<ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ>>

Sunday, June 15, 2008

Σκόνη..

Καιρό είχα να πατήσω το πόδι μου στο μαύρο σου..
Η σκόνη από τα όνειρα.. από την φυγή σου.. μου στερεί τα χάδια της Σελήνης..
Απέραντη πολιτεία η μνήμη σου.. να διαβαίνω ώρες στα βαμμένα με κόκκινο απ' το αίμα σου δρομάκια της..
Να προσπαθώ να στηθώ όρθιος απέναντί σου και να με σπρώχνει πίσω το αγέρι..
Άνοιξες τα χείλη σου.. θύελλα συναισθημάτων κι εγώ στο μάτι του κυκλώνα..
Δίχως να με αγγίζει λέξη σου..
Απλά να κυλιέμαι στα δρομάκια κείνα..
Να 'χω γίνει κατακόκκινος κι ακόμη να μην έχω ηρεμήσει..
Σιχαίνεσαι να με κρατήσεις στην αγκαλιά σου έτσι πως έχω καταντήσει..
Έσκισα τα ρούχα μου σαν μικρό παιδί όταν έκανες να φύγεις..
Έτρεχα πίσω σου με τα μάτια μπουκωμένα στην σκόνη απ' το φευγιό σου..
Κι απλά σε ήθελα πίσω..
Τώρα δεν μπορώ ν' αναπνεύσω απ' την σκόνη..

Κι ας ήρθα..
Που ήσουν..?
Ξεπλύθηκα απ' το αίμα κι ήρθα ως εκεί..
Κι ας ήρθα..
Που ήσουν..?

Είναι η μοναδική φορά που επιστρέφοντας σπίτι δεν έκαψα τη βαλίτσα..
Δεν είχα αναμνήσεις αυτή την φορά..
Μόνο ελλείψεις..
Πνίγηκα στην σκόνη..
Στη δική σου σκόνη..

Υ. Γ. Τούτο το υστερόγραφο δεν είναι μια απλή υποσημείωση..
Είναι κραυγή απελπισίας..
Επέστρεψα, το είδες..?
Τώρα τι θα κάνεις..?
Θα φύγεις και πάλι..?
Πάλι θα φοβηθείς τα λόγια μου..?
Πάλι..?

Πνίγηκα στην σκόνη..
Στη δική σου σκόνη..

Monday, June 9, 2008

δροσοσταλιδα στα φυλλα και δακρυ
πυκνη φωνη
αδραχτι
κεντημενος ιστος
ονειρα αραχνουφαντα
αρωματα και χωματα
βγαλμενα απο της ψυχης τον πατο
και ακομα πιο κατω
ουρανια μακροβουτια
μυαλο σβηστο
νυχτας χαδι
πικρο σκοταδι στο πρωτο φως
πορφυρο ξωτικο
παγιδα
σκοτεινο μονοπατι στου ηλιου την πορφυρα
λουλουδι βαστα και νευμα
θανατου φοβερα στου υπνου τον ξυπνιο
αγαπη
ΑΓΑΠΗ

Monday, June 2, 2008


κοιταζεις εξω..οχι στο εξω εξω απο το μεσα..απλα εξω στον ουρανο..χανεται η ματια..αγγιζει τον οριζοντα..εκεινο δηλαδη το σημειο οπου το γαλαζιογκρι του ουρανου αγγιζει το γκρι των πολυκατοικιων..αφηνεις την ανασα σου στο τζαμι..σηκωνεις το δαχτυλο και ζωγραφιζεις ενα σχημα..αντιγραφεται αυτοματα στον ουρανο..σε ενα λεπτο χανεται παλι σαν να μην υπηρξε..σου θυμιζει κατι αυτο?
τα λεπτα που χαθηκαν σαν να μην υπηρξαν ποτε?
τις σχεσεις που εγιναν και τελικα χαθηκαν σαν να μην εγιναν ποτε?τα χαμογελα που σβησαν σαν να μην υπηρξαν ποτε?
και οι φιλιες σου?οι θυσιες που εκανες για χαρη τους οι διαλογοι μεχρι τα χαραματα τα γελια και τα μεθυσια και αυτα χαθηκαν σαν να μην υπηρξαν ποτε?οταν θα φυγω και εγω θα ειναι σαν να μην υπηρξα ποτε?και αν μεινω στην σκεψη καποιων μοναχα που με ενιωσαν λιγο παραπανω ποιο προσωπο μου θα διαλεξουν να εχω στην αναμνηση τους?ποια απο ολες μου τις μασκες θα χρησιμοποιησουν να καλυψουν το φαντασμα μου?ατελειωτες διαδρομες ατελειωτες εικασιες..παντα το ιδιο ερωτημα..υπαρχω?ρωτας και ξερεις..σιγουρα δεν υπαρχεις..ακατανοητη υπαρξη..ντυμενη με ενα συννεφο ερωτηματικο..αφηνεις λεξεις ψιχουλα να προλαβει η ψυχη να φτασει στο καστρο του μυαλου..η νυχτα τα σκεπαζει για να μην τα βρει..και το φεγγαρι ριχνει το φως του να κανει το δρομο της πιο ευκολο..ξεκλειδωνει η πορτα και μπαινει στο καστρο..ανοιγει τα συρταρια των σκεψεων και των αναμνησεων..τοσος χρονος πακεταρισμενος σε κουτακια..βλεπεις ολη σου την ζωη να περναει μπροστα απο τα ματια σου..ολες εκεινες τις επιλογες που ενστικτωδως η μετα απο πολυ σκεψη η φοβο εκανες η επελεξες να μην κανεις η σε αναγκασαν να κανεις η σε φοβησαν να μην κανεις..-μην ξεχνας τα γιατι δεν εχουν σημασια- ολες αυτες οι επιλογες σε εκαναν αυτο που εισαι σημερα..και αληθεια πες μου το αγαπας αυτο που εγινες η ακομα κλεινεις τα ματια μπροστα στο ειδωλο σου το πρωι?αντεχεις να το κοιτας?ελπιζω να το αγαπας..στο ευχομαι γιατι ξερεις..μοναχα αυτο εχεις..κανενας τροπος να του ξεφυγεις..η μηπως και αυτο ειναι μυθοπλασια?θυμαμαι μια ταινια οπου ο πρωταγωνιστης καθε μερα ζουσε την ιδια μερα ξανα και ξανα προσπαθωντας να μην επαναλαβει τα ιδια λαθη..αν και εμεις λοιπον ζουμε σε ενα συμπαν σε pause rewind and replay?αν ολος ο χρονος ειναι μια μερα?οπου αρχιζει το πρωι και τελειωνει το βραδυ..το βραδυ παταμε το rewind σβηνονται οι μνημες και ξαναρχιζουμε να βιντεοσκοπουμε πανω στο ιδιο σημειο..αν στα αληθεια καποια προσευχη εισακουστηκε και ο χρονος σταματησε.. τοτε στα αληθεια εισαι ευτυχισμενος με την μοναδικη μερα που εχεις ζησει?η ακομα βλεπεις σαν οριζοντα το κομματι του ουρανου που αγγιζει σαπιες πολυκατοικιες?